«Κόντεψα να φύγω από την Ελλάδα τρεις φορές τα τελευταία χρόνια. Τι θα έβαζα σε μια μικρή αποσκευή; Τι θα κρατούσα από τον τόπο, την εποχή και τον εαυτό που θα άφηνα;» 
Τέτοια ερωτήματα απασχόλησαν τον Αλκίνοο Ιωαννίδη, αυτά και αποτελούν την αφετηριακή συλλογιστική για τη Μικρή Βαλίτσα (παρατίθενται από το σημείωμά του στο εσώφυλλο του CD). Έχει δε ήδη προλάβει να αφιερώσει τον δίσκο «σε όσους αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τον τόπο τους και σε όσους εγκαταλείπονται από αυτόν». 
 
Ακόμα δεν ξεκινήσαμε, όμως, και βρεθήκαμε στο μάτι του κυκλώνα. Η εγκατάλειψη (σε ενεργητική ή παθητική φωνή, το αποτέλεσμα παραμένει το ίδιο), η ανοιχτή πληγή με τους τόσους που ψάχνουν κάπου μακριά για να βγάλουν μιαν άκρη κι ένας ανοιχτός λογαριασμός μεταξύ αυτού που κρίνεται απαραίτητο και του άλλου, που καταπέφτει στο περιττό. Διότι –έτσι ή αλλιώς– εκείνη η βαλίτσα πρέπει επιτέλους να κλείσει και η διαδικασία είναι ομολογουμένως δύσκολη: πώς να πάρεις μαζί σου τις μυρωδιές, τις γεύσεις, τους ήχους, τους ανθρώπους; Πώς να πακετάρεις τις αισθήσεις και τις συναισθήσεις σε αποσκευή χειρός;
 
Η Μικρή Βαλίτσα είναι λοιπόν μια ιδιότυπη αναδρομή σε παρελθόν και παρόν ταυτοχρόνως. Η ματιά του Ιωαννίδη είναι (και εδώ) καθαρή και διεισδυτική, ικανή να φέρει το βάρος αυτών των συνεχών παλινδρομήσεων. Και βάζει μπροστά έναν καθρέπτη (αναφέρεται ή εννοείται αρκετές φορές στην περασιά του δίσκου), δηλαδή την κριτική εκείνη που έχει αφετηρία την αυτοκριτική, αλλά είναι παράλληλα αρκετά οξυδερκής για να εγκλωβιστεί μέσα της. Η γλώσσα του μπορεί έτσι να γίνει προσωπική, δίχως ποτέ να χάνει επαφή με τη μεγάλη εικόνα. Και αντιστρόφως, να γίνει κοινωνική χωρίς να παραμελεί το άτομο –τις σκοτεινιές και τις αγαλλιάσεις του. Ξεφεύγει από τη «ρεπορταζιακή» καταγραφή των πραγμάτων, δεν αναφέρεται πλέον μόνο στα συγκεκριμένα που περιγράφει, προσπαθεί να κατανοήσει και να συμπεριλάβει κάτι ευρύτερο: από το τι σημαίνει να ζεις τη συγκεκριμένη πραγματικότητα, μέχρι το τι σημαίνει να ζεις, γενικώς. 
 
Οι στίχοι του Ιωαννίδη διατηρούν –εκούσια ή ακούσια (μεταξύ μας, θα πόνταρα στο εκούσια)– επαφή με τη θεωρία, από τον αντιφασισμό μέχρι τη… φετιχοποίηση της ιδιοκτησίας· δεν οδηγούμαστε όμως μέσω αυτής σε κάποιο από τα νεφελώματά της. Αντιθέτως, αν επιδιώκεται κάτι, είναι το ρίζωμα στην πραγματικότητα· καταλήγοντας έτσι σε εύληπτα και καλοσχηματισμένα τραγούδια, τα οποία, σαν σύνολο, ισορροπούν τέλεια μεταξύ της λαϊκότητας κι ενός πιο λόγιου πλαισίου. Μπλέκονται αυτά τα δύο στη Μικρή Βαλίτσα και, ακόμα κι αν παραμένουν διακριτά, η αντιπαραβολή τους δεν γίνεται με επιτήδευση, δεν γίνεται για να τα κατακτήσει, αλλά για να κατακτηθεί από εκείνα· μοιάζει, εν τέλει, φυσική, χωρίς προσποιήσεις. Το μπουζούκι και το κουαρτέτο εγχόρδων, ο «Αμερικάνος» ρεμπέτης Γιώργος Κατσαρός μαζί με τον Χατζιδάκι, τον Γκάτσο και τη Φαραντούρη, όλα εκεί, «όλα μαζί ανάκατα, μπερδεμένα, στριμωγμένα κι ακριβά», όπως το τοποθετεί ο Ιωαννίδης κλείνοντας εκείνο το σημείωμα.
 
Η Μικρή Βαλίτσα είναι επομένως δουλειά με πολλές κορυφές και ελάχιστα «στραβοπατήματα». Δίσκος λιτός, χωρίς περιττολογίες· είναι άλλωστε μικρή η βαλίτσα, στολίδια και κοσμήματα στερούν ζωτικό χώρο από άλλα πιο απαραίτητα και αναγκαία. Βρίσκοντας αυτόν τον ζωτικό χώρο, όλα τα «απαραίτητα και αναγκαία» έρχονται κι αναδεικνύονται, στήνοντας πλήρεις και (σχεδόν πάντοτε) δυναμικές σχέσεις μεταξύ των οργάνων στην ενορχήστρωση, μεταξύ των ανθρώπων και των νοτών, της κριτικής και της αυτοκριτικής, της θεωρίας και του σώματος… 
 
Ένας δίσκος που μοιάζει να τραγουδά την ημέρα που ήρθε και τελειώνει με τη “Μέρα Που Θα 'Ρθει”, μ’ ένα κομμάτι το οποίο ευεργετείται από τη δόνηση των φυσημάτων του Χάρη Λαμπράκη στο νέυ, την αυστηρή μπασογραμμή του Δημήτρη Τσεκούρα και τη μεστή αφήγηση του Ιωαννίδη. Επιβεβαιώνει ότι η κριτική του δεν διολισθαίνει στη μεμψιμοιρία· αντίθετα, εδράζεται σε έναν μη-αφελή ρομαντισμό, ο οποίος παραμένει υποψιασμένος ακόμα κι όταν συνδιαλέγεται με την ουτοπία του. Ένα τραγούδι που κλείνει, συνοψίζοντας ίσως, με το καταπληκτικό τετράστιχο: «Κι όταν μεγάλα τραγουδήσουν / το ασήμαντο νυχτερινό τραγούδι της σιωπής μας / θα φέξει επιτέλους το ξημέρωμα / μιας νέας τραγωδίας». Ώπα, μισό, έχει ακόμα 15 δευτερόλεπτα. Α ναι, φυσικά, «πάντα θα ξημερώνει» (και μάλιστα σε πρίμο σεκόντο).
 

{youtube}PW6iEm0GQRM{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured