Την παραδέχομαι την Αλεξίου. Αν μη τι άλλο, είναι η μόνη από το τρίο στο οποίο αναφέρεται ο στίχος εκείνου του παλιού τραγουδιού του Τζίμη Πανούση («όχι άλλο Νταλάρα, Πάριο κι Αλεξίου») που πρόσεξε τόσο πολύ τις καλλιτεχνικές της επιλογές –ανεξάρτητα αν το τελικό αποτέλεσμα δεν ήταν πάντα καλό– και που δεν επέτρεψε στην παραφιλολογία να ορίσει το πώς και για ποιους λόγους θα συζητιέται το όνομά της· παρότι, ως ερμηνεύτρια μαθημένη στη λατρεία των μεγάλων ακροατηρίων, ήθελε πάντα να βρίσκεται στην πρώτη γραμμή της καλλιτεχνικής δημοσιότητας. Το επιχείρησε όμως με τρόπους που, συνήθως, συνδύαζαν και κάποιο καλλιτεχνικό ζητούμενο.
Αλλά και τον Νίκο Μωραΐτη τον παραδέχομαι. Ο κινητήριος μοχλός πίσω από τα λόγια που ακούμε στα Όνειρα που Γίνονται Πάλι, γνωρίζει καλά τους τρόπους του ευθύβολου τραγουδιού που έχει προορισμό το πανελλήνιο: έχει άλλωστε υπογράψει ουκ ολίγες ραδιοφωνικές επιτυχίες. Φροντίζει δε κι εκείνος συχνά να συνδυάζει το τερπνόν μετά του ωφελίμου, περνώντας λ.χ. μέσα στους στίχους του την εκάστοτε κοινωνικοπολιτική κατάσταση (και τη θέση του για εκείνη, ενίοτε). Νομίζω λοιπόν ότι, μαζί με τις ερμηνείες, η γραφή του αποτελούν το κύριο ατού αυτής της νέας δισκογραφικής εξόρμησης της Αλεξίου.
Για να προκύψουν βέβαια καλά τραγούδια, οφείλει να παίξει τον ρόλο της και η μουσική. Αυτό συμβαίνει συχνά στο Τα Όνειρα Γίνονται Πάλι, αλλά όχι πάντα. Από τη μία, στις τρεις συνθέσεις του Rous ("Ένα Φιλί", "Ζήτω Η Καρδιά", "Καθρέφτης") τα πράγματα πάνε ιδιαίτερα καλά, καθώς ο νεαρός τραγουδοποιός παρουσιάζει ένα σαφώς πιο ολοκληρωμένο και «ελληνοπρεπές» ποπ πρόσωπο, σε σχέση με το παρελθόν.
Ο Στάθης Δρογώσης, από την άλλη –τραγουδοποιός που, κατά την άποψή μου, δεν έχει ακόμα καταφέρει να επαληθεύσει όσα ελπιδοφόρα ανέδιδαν τα πρώτα του βήματα με τα Φώτα Που Σβήνουν– είναι μία έτσι, μία αλλιώς στις συνεισφορές του. Στα "Καίω Εσένα" και "Βγες", ας πούμε, ακολουθεί κάπως βαρετές γραμμές (όχι εκτός κλίματος πάντως), ενώ στο "Λυόμενο" γλιτώνει παρά τρίχα την καταβαράθρωση, κυρίως επειδή οι συγκινητικοί στίχοι καταφέρνουν να σηκώσουν μεγαλύτερο βάρος από τη μελωδία. Στο "Άλλα Χώματα", όμως, μάς αποζημιώνει και με το παραπάνω. Όσο για τα δύο ζεϊμπέκικα του Βασίλη Γαβριηλίδη ("Τα Σύνορα", "Κατάστρωμα") και το "Απόκληρος" της Ανδριάνας Μπάμπαλη, είναι από εκείνα τα τραγούδια που λειτουργούν περισσότερο ως «γεμίσματα»· κινούνται δηλαδή σε πολύ τυπικά πλαίσια ώστε να ξεχωρίσουν.
«Ποιος μ' αγαπάει ακόμα;», ρωτάει στην έναρξη η Χάρις Αλεξίου, δίνοντας εξ αρχής προσωπικό τόνο στο νέο της άλμπουμ. Και πράγματι, τα τραγούδια που μάς προτείνει λειτουργούν και ως πορτραίτο της, καλύπτοντας σχεδόν όλα τα διαφορετικά πρόσωπα που φόρεσε στην πορεία της η μεγάλη ερμηνεύτρια –το λαϊκό, το έντεχνο, το μοντέρνο/ποπ. Κι αν δεν ευστοχεί πάντα το συγκεκριμένο άλμπουμ, σίγουρα δεν αποτελεί απογοητευτική προσθήκη στη σπουδαία δισκογραφία της: όχι μόνο την κρατάει στην επικαιρότητα με αξιοπρεπέστατο υλικό, το οποίο αγγίζει το σήμερα, αλλά τη βρίσκει και σε καλή φόρμα ερμηνευτικά, να τραγουδά με πάθος και χωρίς περιττές φιοριτούρες.
Και, τέλος πάντων, αφού δεν τη γλιτώνουμε την πλύση εγκεφάλου, για μια φορά ας μην την υποστούμε με τραγούδια για καρδιές που πονάνε όταν ψηλώνουν, με swing-γκαρίσματα ή με αστειότητες τύπου «πιοχαμηλαλολά» (sic)· αλλά με ένα απλό, φωτεινό και όμορφο άσμα, που μάς καλεί να τραγουδήσουμε «η ζωή δανεική και μικρή, μα στα χείλη σου μοιάζει μεγάλη». Πόσο δύσκολο πια;
{youtube}jKwPy5Ayv-E{/youtube}