Δεν στο κάνει καθόλου εύκολο ο Σωκράτης Μάλαμας να γράψεις για τον νέο του δίσκο, εάν δηλαδή δεν είσαι από όσους χαϊδολογούν ανερυθρίαστα την εγχώρια παραγωγή (ελληνόφωνη και μη). Γιατί ενώ φαινομενικά σου παραδίδει έναν Χάρτη με καλά αποτυπωμένα μονοπάτια κι εσύ ετοιμάζεσαι για μια βολτίτσα ρουτίνας, βρίσκεσαι αποπροσανατολισμένος, σε διάφορα σημεία: η διαδρομή δεν αποδεικνύεται καθόλου «safe».
Λες έτσι να προσλάβεις έναν οδηγό, μα πάλι μπλεγμένος βρίσκεσαι. Γιατί, αν ακολουθήσεις τη φωνή του ίδιου του τραγουδοποιού, θα βγάλεις το συμπέρασμα ότι ακούς μια από τα ίδια. Αν πάλι αφεθείς στις ενορχηστρώσεις του Φώτη Σιώτα, θα νιώσεις λες κι άνοιξε ένα παράθυρο και σε χτύπησε φρέσκο αεράκι. Κι αν καταφύγεις στους στίχους (διότι, κυρίες και κύριοι, όταν κάνουμε κριτική σε τραγούδια κοιτάμε και τους στίχους...) θα απομείνεις βραχυκυκλωμένος, ανάμεσα σε πονήματα με συγκινησιακή βαρύτητα και σε ακροβασίες που με τα δικά μου μέτρα και σταθμά καταλήγουν σε σαχλαμάρες, τύπου «πόλεμο θα κάνω στον Ειρηνικό, αν δεν πιεις μαζί μου μια τεκίλα».
Φευγαλέα, ίσως θεωρήσεις πως ο Μάλαμας επιδιώκει εδώ την έκπληξη. Αποτελεί πλάνη. Μπορεί να φωνάζει την Ελένη Βιτάλη να πει τις "Παρελάσεις" (ένα αδιάφορο ωστόσο τραγούδι) και να ηχεί γενικά λίγο πιο λαϊκός –τι ωραία να ζούσε ο Μανώλης Αγγελόπουλος, να 'λεγε εκείνος την "Τρικυμία"– όμως έχει ξαναϋπάρξει έτσι. Μπορεί να σου φανεί ακόμα και ροκ κατά σημεία, αλλά κι αυτά τα έχει ξανακάνει· και στην αρχή της καριέρας του, μα και σε πιο πρόσφατα χρόνια, με την αρωγή λ.χ. του Μπάμπη Παπαδόπουλου στο Άδειο Δωμάτιο. Ο Μάλαμας εμπεριέχει εξ ορισμού και το λαϊκό και το ροκ με την «κλασική» του έννοια. Δεν πρέπει λοιπόν να θεωρείται ότι κάνει κάτι το διαφορετικό, αν κατά καιρούς ντύνεται σε τέτοια χρώματα και βγάζει την έντεχνη νεοπαραδοσιακή του φορεσιά.
Όχι, στην πραγματικότητα ο Μάλαμας δεν το κουνάει ρούπι. Παραμένει ταυτόχρονα φύλακας και (τεμπέλης) βασιλιάς των 1990s κεκτημένων του, δαφνοστεφανωμένος Νεοέλλην ήρως σε ένα τσαϊτγκάιστ που τον επιβεβαιώνει κατ' επανάληψη, κυρίως μέσω του πλήθους κόσμου που εξακολουθεί να τρέχει στις συναυλίες του. Τρώγεται διαρκώς με τα ρούχα του, όμως έτσι θέλει –κι έτσι τον θέλουν και οι φίλοι του. Κάθε λοιπόν καινούργιος δίσκος είναι στην πραγματικότητα μια παλιά υπόθεση. Και, με μια πολύ αυστηρή λογική, πρόκειται για μια υπόθεση που κορυφώθηκε στον Λαβύρινθο το 1996 και δεν θα ξαναγγίξει παρόμοια ύψη.
Αλλά –σε μια όχι λιγότερο αυστηρή, μα μάλλον πιο ακριβή αποτύπωση της πορείας του τραγουδοποιού– η ύπαρξη Έβερεστ στην οροσειρά της μαλαμικής δισκογραφίας δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν και μικρότερες κορυφές. Είναι βέβαια κυρίως χάρη στον Σιώτα που τα πράγματα ξαναζωντανεύουν στον Χάρτη, μέσω ενός περίτεχνου ενορχηστρωτικού κράματος παράδοσης, λαϊκότητας και μοντερνικότητας ("Όρκος", "Εξομολόγηση", "Είναι Νωρίς Ακόμα"), το οποίο υποστηρίζουν μουσικοί πρώτης γραμμής στα μετόπισθεν, ζυμωμένοι στις συζεύξεις Ανατολής και Δύσης. Ωστόσο και ο ίδιος ο Μάλαμας εμφανίστηκε εδώ αναζωογονημένος και κάποιοι αξιόλογοι στίχοι πέσαν στο τραπέζι, οδηγώντας σε ενδιαφέροντα τραγούδια όπως λ.χ. το "Φορτηγό" ή το "Του Κόσμου Τ' Ακριβά".
Θα στο βγάλει από τη μύτη ο Χάρτης για να το παραδεχτείς, όμως είναι ένας καλούτσικος δίσκος. Μπορεί να μην προσφέρει πολλά στα αγωνιώδη αδιέξοδα του έντεχνου στον 21ο αιώνα, θυμίζει πάντως μέρες αξιοπιστίας του συγκεκριμένου ήχου, ενώ οι ενορχηστρώσεις του Σιώτα κινούνται προς το μέγα ζητούμενο: την επανεκκίνηση του διαλόγου Ανατολής/Δύσης, που παραγκωνίστηκε με την άνοδο της νεοσυντηρητικής και ομφαλοσκοπικής κρητοέντεχνης σχολής.
{youtube}ZsltRhxNFPM{/youtube}