Ξέρω, τούτο το κείμενο έρχεται με μερικούς μήνες καθυστέρηση. O δίσκος έχει πια διανύσει τον (πρώτο τουλάχιστον) κύκλο του και πιθανότατα έχουν ήδη γραφτεί και ειπωθεί όσα ήταν να γραφτούν και να ειπωθούν. Ας είναι. Μερικά πράγματα αξίζει να λέγονται, έστω και αργά. Στο κάτω-κάτω, δίσκοι σαν και τον συγκεκριμένο δεν έχουν φτιαχτεί για να υπακούσουν στην παροδικότητα, να υποταχτούν στην ταχύτητα με την οποία τρέχουν τα (μουσικά) πράγματα σήμερα. Δεν είναι δηλαδή δίσκος μίας χρήσεως. Είναι απ’ αυτούς που μένουν κοντά σου για καιρό, που –υπό μία έννοια– έχουν φτιαχτεί για να κρίνονται στη βάση της διάρκειας, βάσει των κύκλων που θα κάνουν μέσα σου.
Ας κάνουμε όμως τις συστάσεις, μη μιλάμε στον αέρα. Το παρόν άλμπουμ έχει τον αριθμό 10 στον κατάλογο της εκλεκτικής σαλονικιώτικης ετικέτας Granny Records (στο μεταξύ έχουν κυκλοφορήσει και άλλα δύο, ένα του Σάββα Μεταξά κι ένα του Sister Overdrive). Είναι η πρώτη δουλειά του Epavlis Pavlakis –κατά κόσμον Παύλος Βάκαλος– η οποία κυκλοφορεί σε LP (σε μία προσεγμένη μάλιστα έκδοση, με διάφανο βινύλιο και όμορφη αισθητική), έπειτα από κάποιες κασέτες τις οποίες εξέδωσε ιδιοχείρως· και φυσικά είναι βασισμένη στην ποίηση του Χρίστου Λάσκαρη από το Χάβαρι Ηλείας (αλλά Πατρινού κατ’ ουσία), με τον οποίον ο Βάκαλος διατηρούσε προσωπικές σχέσεις πριν τον θάνατό του το 2008, σε ηλικία 77 ετών. Ίσως μερικοί θυμάστε εκείνη την κυκλοφορία του Γιώργου Μουρτζόπουλου πίσω στο 2009 (στη Low Impedance), όπου ο ίδιος ο Λάσκαρης είχε ηχογραφηθεί να απαγγέλει τα ποιήματά του. Αυτά τα takes έχω την εντύπωση πως επεξεργάστηκε ο Pavlakis (μάλιστα συμπίπτουν και ορισμένα κομμάτια), φτιάχνοντας τη δική του μουσική εικόνα με πρώτη ύλη τις απαγγελίες του ποιητή.
Αποφεύγω όμως να φέρω το μυαλό μου στη σύγκριση της δουλειάς του Μουρτζόπουλου με αυτή του Βάκαλου, διότι ως προσεγγίσεις διαφέρουν αρκετά. Κι έπειτα, τέτοιου είδους συγκρίσεις δεν έχουν και πολύ νόημα. Όχι τουλάχιστον όταν ο ίδιος ο δίσκος μπορεί να σε απασχολήσει με περισσότερο ουσιαστικές σκέψεις.
Η ποίηση του Λάσκαρη είναι (ευνοήτως) κυρίαρχη όσον αφορά το κλίμα στο οποίο κινούνται οι 10 συνθέσεις του δίσκου. Η λιτή γλώσσα του, οι σύντομες φράσεις του, οι παγερές του απαγγελίες, όλα διαθέτουν εκείνη τη διαολεμένη ευθύτητα με την οποία το μαχαίρι μπήγεται κατευθείαν στο κόκκαλο. Η μοναξιά, ο θάνατος, η ματαίωση, αλλά και ο έρωτας –η ζωή με όλο της το γκρίζο· να οι πρώτες ύλες της γραφής του Λάσκαρη. Και όλα αυτά βουτηγμένα σε μια «κανονικότητα», σχεδόν σε μια ρουτίνα. Ειρήσθω εν παρόδω, η ζωή του Λάσκαρη δεν πρέπει να έμοιαζε και πολύ με τα στερεότυπα περί του πολυτάραχου βίου του «καλλιτέχνη» ποιητή· υπάλληλος μια ζωή σ’ εκείνον τον Οργανισμό, ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας. Αυτή η απλότητα δίνει στον λόγο του ένα ακόμη προσόν: δεν αναφέρεται στα όσα αναφέρεται εκτρέποντάς τα σε κάποιο νεφέλωμα υψηλής αισθητικής, αλλά καθιστώντας τα μέρος της άμεσης, καθημερινής αφήγησης.
Αυτήν τη δυναμική έχει να χειριστεί ο Epavlis Pavlakis· αυτήν πρέπει να συνυφάνει με τη μουσική του. Είναι λοιπόν ξεκάθαρο –απ’ τη στιγμή που η τελευταία χτίζεται με επίκεντρο την ποίηση– πως ένας ρόλος της μουσικής επιτέλεσης θα είναι η υποστήριξη του λόγου του Λάσκαρη. Ο Pavlakis απλώνει τις φράσεις του στον χώρο, δίνοντας κατ' αρχάς μια επιπλέον βαρύτητα σε καθεμία τους, ενώ την ίδια στιγμή δρα εύστοχα στον απόηχό τους, φροντίζοντας επιμελώς τον περιρρέοντα ηχητικό χώρο με drones ή αργόσυρτα θέματα. Κι όταν θέλει να συγκλίνει πιο ξεκάθαρα προς το επίκεντρο, χρησιμοποιεί το μπιτ με εξαιρετική σύνεση, καθιστώντας το έτσι περισσότερο αιχμηρό ως «εργαλείο».
Επιπλέον, εγκαθιδρύεται ευθύς εξ αρχής μια διαλεκτική σχέση μεταξύ των δύο τρόπων του λέγειν –του μουσικού και του ποιητικού. Ένα διαρκές δούναι και λαβείν, που καθιστά τον έναν τρόπο δυναμικό στοιχείο του άλλου· η ποίηση γίνεται έτσι η εκφραστική αιχμή της μουσικής και ταυτόχρονα η μουσική αντανακλά και εμπλουτίζει την ποικιλία των αποχρώσεων του γκρι της αφήγησης. Μαζί με έναν εσωτερικό διάλογο που συμβαίνει εντός των πλαισίων της μουσικής επιτέλεσης, όλες αυτές οι δυναμικές (εδώ με την έννοια του μη στατικού) σχέσεις βρίσκουν συνήθως εξαιρετικές ισορροπίες. Ως πύκνωση των εν λόγω ισορροπιών θα μπορούσαμε να δούμε το “Να Τελειώνουμε”: ένα γρήγορο και κυκλωτικό μπιτ δρα παράλληλα με ένα απόμακρο θέμα στο πιάνο, ενώ ο Λάσκαρης ακούγεται να επαναλαμβάνει δις (στην αρχή και στο τέλος) τους στίχους: «Είναι ένας τάφος που χάσκει μες τον ύπνο μου / στο πλάι με το φτυάρι του ο νεκροθάφτης / άντε, μου λέει, να τελειώνουμε». Με άλλα λόγια, η μουσική δεν γίνεται απλώς αρωγός των νοημάτων του Λάσκαρη: γίνεται φορέας τους. Και ως φορέας αναπτύσσεται, διαμορφώνοντας στην πορεία τη δική της εσωτερική λογική.
Με τον δίσκο να γυρνά στις 45 στροφές, φθάνεις γρήγορα προς το τέλος του. Όχι εύκολα (αν δηλαδή δεν τον αντιμετωπίσεις επιδερμικά), απλώς γρήγορα. Κι εκεί προς το τέλος, ο Epavlis Pavlakis χρησιμοποιεί ως κατακλείδα το ποίημα “Απλώς Μια Επιφάνεια”, στο οποίο ακουμπά τον συναισθηματικό φόρτο που έχει κουβαλήσει: «Ούτε ευτυχισμένος, ούτε δυστυχισμένος / απλώς μια επιφάνεια / που πάνω της κάνει τσουλήθρα ο χρόνος».