Ακούγοντας το The Walk των Semen Of The Sun, αισθάνομαι τον μουσικό χρόνο σταματημένο εκεί γύρω στα μέσα της δεκαετίας του 1990. Φτιαγμένος με υλικά από το grunge, το «νέο» (τότε) αμερικάνικο ροκ, και τα υπερηφάνως ανεξάρτητα 1980s και 1990s εν γένει, τούτος ο δεύτερος δίσκος του αθηναϊκού συγκροτήματος μοιάζει κάτι περισσότερο από μία ηχητική παραπομπή σε είδη που έχουν (προδήλως) διαμορφώσει τη μουσική προσωπικότητα των μελών του. Είναι μια προσπάθεια επί της ουσίας αναβίωσης των τρόπων του τότε· μια καλά χωνευμένη κοινή συνισταμένη θεμελιακών επιρροών. Η νοσταλγία, όπως είναι φυσικό, ανασύρεται όχι απλώς για να προσφέρει κάποιες επιπλέον συναισθηματικές διαδρομές, μα ως βασική κινητήριος δύναμη.
Ως συναίσθημα, η νοσταλγία είναι από εκείνα που δύσκολα επιδέχονται αντίστασης· έστω κι ένα στίγμα είναι ικανό να ενεργοποιήσει υπεραυτόματες διαδικασίες αναμόχλευσης αναμνήσεων και –χωρίς καν να το καταλάβεις– βρίσκεσαι στην αγκάλη της. Δίχως να έχεις πλέον την πρωτοβουλία των νοητικών κινήσεων, γίνεται συναίσθημα αμφίσημο, «τραγούδι και στριγκλιά μαζί» όπως έλεγε κι ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου. Μπορεί όμως να σταθεί μουσική πρόταση στηριζόμενη κατά βάση σε αυτήν; Κι αν δεχθούμε ότι μπορεί, πόσο θεμιτό είναι να κρίνεις μια τέτοια πρόταση με ορθολογικά κριτήρια, τη στιγμή που μόλις αποδέχθηκες ότι η γέννηση και η λειτουργία της βασίζεται σε μη ορθολογικά ευρήματα;
Με όλα τούτα θέλω να πω ότι, αν εξετάσουμε το The Walk αυστηρά μουσικολογικά, ίσως καταλήξουμε με αρκετές ενστάσεις. Αισθάνομαι όμως πως εδώ δεν είναι αυτό το σημαντικό –ή έστω το πρωταρχικό. Είναι αλήθεια ότι οι Semen Of The Sun δεν κάνουν πολλά για να συνδεθούν με το σημερινό μουσικό γίγνεσθαι σε επίπεδο λόγου. Όπως προείπα, στο The Walk μοιάζει να έχουν ως προτεραιότητα την αναμέτρηση με τις μουσικές τους καταβολές. Είναι επίσης αλήθεια πως τα επί μέρους στοιχεία τα οποία χρησιμοποιούν δεν βρίθουν πρωτοτυπίας. Έλα όμως που αρκετά από τα οκτώ τραγούδια που περιέχονται εδώ σε αναγκάζουν να δεις το ζήτημα διαφορετικά!
Και γιατί όχι, εδώ που τα λέμε. Στο κάτω-κάτω ένα όμορφο τραγούδι παραμένει όμορφο είτε ακολουθεί πατούρες του παρελθόντος, είτε επικεντρώνεται στο σήμερα. Σύμφωνοι, το The Walk δεν πρόκειται να εντυπωθεί στη μνήμη σου ως κάποιου είδους σύγχρονο κομψοτέχνημα, οι αισθήσεις εντούτοις σου λένε ότι εδώ υπάρχουν αρκετά σημεία για να σταθείς. Με προεξέχον το εναρκτήριο και εξόχως ισορροπημένο (συναισθηματικά και ενορχηστρωτικά) “Hard To Admit” και αρκετά από τα υπόλοιπα να ακολουθούν κατά πόδας: αναφέρω ενδεικτικά το γκαζιάρικο “Dark Days”, το μελωδικό “Bullfight On Snow”, κάποιες αποστροφές της κιθάρας στο “The Walk” ή την εξωστρέφεια του “Roses”. Συνθέσεις που από άποψη διάρκειας συνωστίζονται εκατέρωθεν του μέσου όρου των τριών λεπτών (μόνον το “Hard To Admit” φθάνει τα πέντε), γεγονός που δεν υποδηλώνει έλλειψη έμπνευσης, αλλά μάλλον μία διάθεση για αποφυγή περιττών κινήσεων εντυπωσιασμού και προσήλωση σε ό,τι είναι –εν προκειμένω– σημαντικό: σε μια γερή μελωδική βάση, την οποία επωμίζεται ο Μάριος Σαργιάνος με την κιθάρα και τη φωνή του κι έναν ρυθμικό κορμό που στο διάβα του δίσκου διαμορφώνει μια αρχετυπική ροκ δυναμική και αποτελείται από τον Jimmy στο μπάσο και τον Γιάννη Παπαχρήστο στα τύμπανα (μεταξύ ηχογράφησης και κυκλοφορίας του άλμπουμ ο τελευταίος αντικαταστάθηκε από τον Γιώργο Νικολόπουλο). Ένα δεμένο τρίο, το οποίο μοιάζει να ξέρει από ένστικτο πώς να αποφύγει την «κλεπταποδοχή» ανακατεύοντας έξυπνα τις ηχητικές εμμονές του. Το έδειξαν και στο ντεμπούτο τους τέσσερα χρόνια πριν, πιάνοντας έναν πιο σκληρό ήχο για αφετηρία, το αποδεικνύουν τώρα και με το The Walk –το οποίο, σημειωτέον, ευεργετείται και από μία καλή παραγωγή, ευθυγραμμισμένη με τις παραπάνω εμμονές.
Με το γκάζι να πατιέται κατά περίπτωση και τον συναισθηματισμό να αναλαμβάνει τα υπόλοιπα, η μισή σχεδόν ώρα της διάρκειας του δίσκου περνάει νεράκι. Έπειτα μένεις με αρκετές μεταδοτικές μελωδίες να στριφογυρνάνε στο κεφάλι σου ως εφόδιο για την αναμέτρησή σου με την νοσταλγία. Ή με την επιλογή να δώσεις άλλη μία ημίωρη παράταση και να το ξαναπιάσεις από την αρχή…