Πάνε χρόνια τώρα, ούτε λόγος, που η επανέκδοση ιστορικών ηχογραφήσεων δεν αποτελεί είδηση. Από τις λίγες, σποραδικές απόπειρες της δεκαετίας του 1970 περάσαμε στη συστηματικότερη δουλειά της δεκαετίας του 1980 και στον καταιγισμό της δεκαετίας του 1990. Οι επανεκδόσεις έχουν γίνει πλέον σαν τσιχλόφουσκα: αλλάζουν σχήμα χωρίς να αλλάζουν γεύση και πουλιούνται συχνά στα ράφια, ενίοτε και στα αζήτητα των πολυκαταστημάτων, χωρίς η καλαίσθητη συσκευασία να εγγυάται και το ουσιώδες περιεχόμενο.
Παρόλα αυτά, υπάρχουν ακόμη πράγματα που μένουν να εκδοθούν και, το κυριότερο, να σχολιαστούν. Υπάρχουν πράγματα τα οποία χρειάζονται μια όλο και πιο ψύχραιμη ματιά, αναζητώντας την ιστορική ακρίβεια, συζητώντας το πολιτικό, κοινωνικό, οικονομικό και όποιο άλλο πλαίσιο και εν τέλει επαναξιολογώντας τα νέα δεδομένα που προκύπτουν –χωρίς προκαταλήψεις και παρωπίδες. Εδώ ακριβώς, η ψηφίδα την οποία καταθέτει η προκείμενη κυκλοφορία αποδεικνύεται σημαντική.
Ο Γιώργος Μακρυγιάννης, νισυριακής (και απώτερα κρητικής, όπως φαίνεται) καταγωγής, γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1875, όπου και πέρασε τα παιδικά του χρόνια. Μετοίκησε στη Νίσυρο, όπου και παντρεύτηκε το 1893, και το 1916 μετανάστευσε στην Αμερική «κάτω από την πίεση των υποχρεώσεων μιας πολυμελούς οικογένειας» (8 παιδιά!). Σύντομα απέκτησε μεγάλη φήμη και τη διετία 1917-19 ηχογράφησε μια δεκάδα (περίπου) δίσκους γραμμοφώνου, οι περισσότεροι από τους οποίους οργανικοί σκοποί. Άγνωστη μένει η χρονολογία της επιστροφής του στη Νίσυρο, όπου και πέθανε το 1933. Αυτά είναι, εν ολίγοις, τα ιστορικά στοιχεία.
Ο Μακρυγιάννης –κι αυτό έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον– συγκαταλέγεται στους πρώτους Έλληνες μουσικούς που ηχογράφησαν ένα σώμα οργανικών σκοπών. Υπάρχουν και λίγο παλαιότερα παραδείγματα, αλλά είναι πιο αποσπασματικά. Εδώ μπορούμε, με κάποιον τρόπο, να εννοήσουμε τι έπαιζε ένας ταλαντούχος λαϊκός βιολιστής προ εκατονταετίας, ποιο ήταν το φάσμα των δεξιοτήτων του, των προτιμήσεων του, των απαιτήσεων του κοινού του. Οι λεπτομέρειες της ζωής του (αλλά και των ηχογραφήσεών του) αποκαλύπτουν όλον τον πολυπολιτισμικό πλούτο του ευρύτερου Αιγαίου, που ενισχύεται ακόμη περισσότερο από τις αποχρώσεις της Αμερικής. Ο Μακρυγιάννης παίζει για ένα κοινό που τον ακούει και γλεντάει χορεύοντας το συρτό όσο και την πόλκα, απολαμβάνοντας τη δεξιοτεχνική ντόινα όσο και την εύθυμη σούστα· τα αιτήματα για δήθεν μουσικολογική καθαρότητα και οι ψευτοπατριωτισμοί που επικάθησαν στη λαϊκή μας μουσική τις επόμενες δεκαετίες απουσιάζουν, αφήνοντας τη μουσική να ανασάνει με τον δικό της τρόπο, χωρίς επίπλαστες ετικέτες και τεχνητά σύνορα.
Ο Μακρυγιάννης, γνωρίζοντας άριστα το παλαιό, δεν φοβάται το μοντέρνο· παίζοντας στα δάχτυλα τους πάτριους σκοπούς, δεν διστάζει να φλερτάρει το αλλότριο άκουσμα και να κατακτήσει νέες επικράτειες. Η παρελθοντολογία δεν τον αφορά· οι ερμηνείες του είναι παρόν, με τον τρόπο που είναι παρόν κάθε πραγματική καλλιτεχνική πράξη. Και, παρά την πάροδο του χρόνου, οι ηχογραφήσεις του διατηρούν μια φρεσκάδα που συχνά δείχνει αδιανόητη για τις νεότερες γενιές των, ούτως ειπείν, παραδοσιακών μουσικών.
Κομίζοντας όλη αυτή τη γνώση για τη μουσική πραγματικότητα των ελληνικών νησιών στις αρχές του 20ου αιώνα, ο Μακρυγιάννης είναι από μόνος του ένας θησαυρός· από ’κει και πέρα, μόνο καλά σχόλια μπορεί να κάνει κανείς για την αποθορυβοποίηση των παμπάλαιων αυτών ηχογραφήσεων, την επιμέλεια με τα λεπτολογημένα σχόλια (και πιστέψτε με, δεν είναι εύκολο να συγκεντρώσεις στοιχεία για έναν μουσικό που έζησε πριν 100 χρόνια) και, εν τέλει, το περιποιημένο βιβλιαράκι. Ο Νίκος Διονυσόπουλος, ο οποίος υπογράφει την επιμέλεια, παραθέτει όλες τις ετικέτες των δίσκων γραμμοφώνου αλλά, όπως φαίνεται, το φωτογραφικό υλικό σχετικά με τον ίδιο τον Μακρυγιάννη είναι ελάχιστο· έτσι οι φωτογραφίες περιορίζονται στο να μεταφέρουν κάπως την ατμόσφαιρα της εποχής.
Πρόκειται, εν πάση περιπτώσει, για μια υποδειγματική κυκλοφορία σπουδαίου αρχειακού υλικού. Αναζητήστε την, αν κι έχω την πληροφορία ότι η διακίνηση εκτός Νισύρου δεν χαρακτηρίζεται από άκρο επαγγελματισμό...