Από τους σύγχρονους Έλληνες μουσικούς με όλη τη σημασία της λέξης, ο Γιάννης Μήτσης έχει περάσει από διάφορα στάδια, τα οποία μας γνωστοποιεί στο βιογραφικό σημείωμα που συνοδεύει το δελτίο τύπου του φετινού άλμπουμ του (το σημείωμα είναι αυτοτελές διαθέσιμο και στο διαδίκτυο). Με αφετηρία του τα Ζαγοροχώρια και τις παραδόσεις τους, ο Μήτσης βίωσε την κοινωνική υπόσταση της μουσικής ως συνοδεία σε ήθη, έθιμα και δρώμενα. Στα Γιάννενα ξεκίνησε την εμπειρική ενασχόλησή του σε συγκροτήματα (Gold Fingers, Κεφάλαιο 24), ενώ το επόμενο στάδιο της μουσικής του ενηλικίωσης τον βρίσκει στο Παρίσι για σπουδές μουσικολογίας και στη συνέχεια πίσω στην Ελλάδα, όπου αρκετοί τον γνώρισαν ως ντράμερ των Ξύλινων Σπαθιών.
Το ιστορικό υπόβαθρο του δημιουργού διαγράφει έναν πολύ ενδιαφέροντα μουσικό χάρτη. Στο τρίτο του προσωπικό άλμπουμ Η Μόνη Αλήθεια Είναι Ο Δρόμος, ο Γιάννης Μήτσης βρίσκεται πλέον στο στάδιο όπου έγραψε ένα βιωματικό μουσικό έργο, επηρεασμένο από της ζωής του τα ταξίδια. Το οποίο διαθέτει δύο πολύ δυνατά σημεία: τη φωνή του, που ιδιαίτερα στα χαμηλά ρετζίστρα είναι εξαιρετική (βλέπε “Γιάννενα”), αλλά κυρίως το συναίσθημα. Ένα χαρακτηριστικό που δεν μαθαίνεται, αλλά αναπτύσσεται ανάλογα με τη μουσική πορεία του καθενός.
Το συναίσθημα του Μήτση βασίζεται σε μεγάλο μέρος του στη νοσταλγία: ο μαγνήτης του ελληνικού ακροατηρίου –για πολλούς ιστορικούς μα και κοινωνικούς λόγους. Στιχουργικά εντωμεταξύ (σε συνεργασία με τον Κώστα Φασουλά) δεν φλυαρεί μα χρησιμοποιεί άμεσους στίχους, οι οποίοι σε σημεία αποδεικνύονται αρκετά κινηματογραφικοί/περιγραφικοί και αφηγηματικοί (“Μόνο Η Αγάπη Μπορεί”, “Οι Φίλοι Μου” και “Άδειο Το Τρένο”). Από το άλμπουμ ξεχωρίζουν ακόμα τα “Μυστικά Του Κόσμου” με το δεμένο ρυθμικό μέρος και τις σκοτεινές ηλεκτρικές κιθάρες προς το τέλος, οι “Γυμνές Αλήθειες” αλλά και το ομώνυμο του δίσκου τραγούδι, σε ανανεωτικές punk rock διαδρομές. Τέλος, το “Δεν Ξέρω”, σε συνεργασία με την Ελευθερία Αρβανιτάκη, αν και δεν είναι το ισχυρότερο χαρτί του άλμπουμ, έχει κερδίσει τους ραδιοφωνικούς παραγωγούς και το κοινό –η νοσταλγία που λέγαμε.
Σε σύνολο, το «σεβάσμιο» άλμπουμ του Γιάννη Μήτση είναι μια δουλειά εμφανώς πάνω του μετρίου. Θα περίμενα ωστόσο κάτι παραπάνω από έναν τόσο ταλαντούχο και έμπειρο μουσικό, αν και δεν πιστεύω πως εδώ είχε σκοπό να ικανοποιήσει κανέναν μουσικοκριτικό, παρά μόνο να διηγηθεί τις ιστορίες του σε ένα επιλεγμένο κοινό. Ελπίζω πάντως ότι το επόμενο άλμπουμ του θα είναι αυτό της αναγέννησης και της ανακάλυψης κάποιου νέου μουσικού κεφαλαίου, εφόσον έχει ήδη αποκρυσταλλώσει τις εμπειρίες της ζωής του.