Είναι γνωστό ότι ένας δίσκος που έπεται ενός επιτυχημένου (ειδικά αν τυγχάνει δεύτερος στην καριέρα του καλλιτέχνη), είναι όχι μόνο αποφασιστικός, αλλά ενίοτε και ατυχής μέσα στην αμηχανία που, πιθανώς, να έχει προξενήσει η διαχείριση των προσδοκιών (κοινού και καλλιτέχνη). Μπορεί δηλαδή το [α] της Βικτωρίας Ταγκούλη να μην πήρε την υπέρμετρη δημοσιότητα (που, κατά τη γνώμη μου, του άξιζε) αλλά ακούστηκε στον κύκλο όσων παρακολουθούν την ελληνική μουσική δημιουργία και κέρδισε πόντους εκτίμησης.
Και στο φωτο.βόλτα ο Χρίστος Θεοδώρου φιγουράρει ως ο μοναδικός συνθέτης πίσω από το καινούργιο υλικό της Ταγκούλη, προσπαθώντας –πολύ συνειδητά– να δημιουργήσει τη δική του φωνή, μετά την απολυτότητα που αναγκαστικά νομίζω επιβάλλει η συνεργασία με τον Σταμάτη Κραουνάκη σε σχήμα του οποίου ηγείται εκείνος. Μιλάω φυσικά για τη Σπείρα Σπείρα, από όπου άλλωστε ξεπήδησε και η Ταγκούλη. Ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο, γίνονταν κατανοητές οι θεατρικές και ολίγον τι βαριετέ, αυτοερωτικές και ενδοστρεφείς συνθέσεις του στο [α]. Οι οποίες χρωστούσαν μεν στον κ. Κραουνάκη τις ρίζες τους, αλλά ταυτόχρονα προσπαθούσαν να βρουν τις δικές τους πηγές H2O τροφοδοσίας. Λογικά, οι προς αναζήτηση πηγών αυτές ρίζες έβρισκαν ενίοτε το τσιμέντο της επανάληψης, τον τοίχο της μη έμπνευσης, το μπετόν αρμέ μιας κακής παραγωγής. Συμβαίνουν όμως αυτά στις δισκογραφικές ρούγες και πρέπει να είμαστε επιεικείς όταν πρόκειται για νεοσσούς. Όχι από κάποια γενικώς αγαθή διάθεση, μα επειδή έχουν διακριθεί τα σωστά συστατικά, τα οποία στο μέλλον θα δώσουν το σωστό μίγμα.
Στην περίπτωσή μας, ωστόσο, το φωτο.βόλτα της Βικτωρίας Ταγκούλη χαράσσει μια διαφορετική διαδρομή συνθέτη και τραγουδίστριας. Δεν είναι τυχαίο ότι βάζω πρώτα τον κ. Θεοδώρου και ας βρίσκεται ο δίσκος κάτω από το όνομα της κας. Ταγκούλη. Θεωρώ δηλαδή ότι ο συνθέτης του [α] πήρε έναν μονόδρομο στην πορεία του φωτο.βόλτα, υπερεκτιμώντας εαυτόν και μπερδεύοντας τον κόσμο όπου ζει με αυτόν που διεξάγεται έξω από τον δίσκο.
Πιθανολογώ ότι η θεατρική μουσική ενασχόληση του κ. Θεοδώρου έχει πείσει τον ίδιο (αλλά και τους συνεργάτες του) ότι κάτι τέτοιο μπορεί να έχει εκφορά και σε επίπεδο τραγουδιών αποτυπωμένων σε δίσκο. Καμία αντίρρηση μέχρι στιγμής, εξάλλου όχι μόνο πρωτόφαντο δεν είναι, αλλά και για ιδιαίτερα αρεστό είδος πρόκειται –όχι μόνο στον γράφοντα μα και σε μεγάλο μέρος του κοινού. Θα συμπλήρωνα μάλιστα ότι λείπει η επιτυχημένη πορεία που είχε στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, χάρη σε κολοσσούς όπως π.χ. ο Γιώργος Μαρίνος ή ο Θέμης Ανδρεάδης. Όμως σε τέτοιες φόρμες είναι κάτι παραπάνω από αυτονόητο ότι ο ερμηνευτής είναι εκείνος που ηγείται της σύνθεσης και όχι το αντίθετο. Στη φωτο.βόλτα ακούσαμε αντίθετα πολλές φορές τη Βικτωρία Ταγκούλη να κυνηγάει τη σύνθεση, να προσπαθεί να πατήσει πάνω σε μονοπάτια τα οποία δεν της έχουν διδαχθεί σωστά από την παραγωγή (παρεμπιπτόντως δεν αναγράφεται πουθενά η ανάληψη μιας τόσο σημαντικής ευθύνης, άρα, υποθέτω, υπήρξε συλλογική ευθύνη των συντελεστών).
Η Ταγκούλη διαθέτει φωνή που δεν χρειάζεται να κρυφτεί από τις λαϊκές καταβολές της, εδώ όμως καθίσταται προφανής η προσπάθεια να δημιουργηθεί μια περσόνα που στην πραγματικότητα δεν υπάρχει. Για παράδειγμα, είναι πασιφανής η άγνοια διαδρομών της Ταγκούλη πάνω σε cut-ups όταν της ζητείται να αποδώσει μια (κατά τη γνώμη του συνθέτη) μελλοντολογική μπαλάντα όπως το “Απ’ Το Κοιτάζω Στο Βλέποντας”. Και σε αυτό το σημείο προδόθηκε και ο ίδιος ο Θεοδώρου, διότι με μερικά echo τρικ και με συρραφή δεν δημιουργείται μια concrete σύνθεση, όπως συμβαίνει στις ρίζες του συγκεκριμένου τραγουδιού.
Έτσι, ενώ αναδεικνύονται ως θαυμάσια τα πνευστά είτε του Sam Marleri (ο οποίος έχει αναλάβει και την ενορχήστρωση), είτε του Guido de Flaviis, είτε η βιόλα του (πάντα εξαιρετικού) Μάριου Δαπέργολα ακούμε τελικά μία μετέωρη και με λάθος σιγουριά γεμάτη Ταγκούλη να στήνει έναν δίσκο χωρίς διακριτή θέση στα πράγματα. Στο φωτο.βόλτα υπάρχει διάθεση να ικανοποιηθεί μια ευρεία παρέα μουσικών και φίλων, ένα λάθος βαρόμετρο για τη δημιουργία, όπως έχει συχνά αποδείξει η ιστορία της μουσικής.
Μίλησα ήδη για τις δυνατότητες του Χρίστου Θεοδώρου, θα τοποθετήσω δε τη Βικτωρία Ταγκούλη στις 3-4 καλύτερες νέες γυναικείες φωνές στο ελληνικό τραγούδι. Ακριβώς όμως λόγω τέτοιων προτερημάτων, είναι καιρός να επεξεργαστούν τις επιρροές τους πιο ενδελεχώς, παράγοντας έργο σε συνάφεια με τη σημερινή πραγματικότητα. Και όχι με αυτή που σχετίζεται αποκλειστικά με τον εσώτερο καλλιτεχνικό κόσμο του (όποιου) δημιουργού. Αυτοαναφορικότητα που συναντάται διάσπαρτη στη φωτο.βόλτα, όχι τόσο σε επίπεδο προσδοκίας, αλλά εφοδίου.