Η ομώνυμη τηλεοπτική σειρά του Θοδωρή Παπαδουλάκη έχει σαρώσει τις θεαματικότητες, ενώ –ήδη από την προβολή του πρώτου επεισοδίου– χαρακτηρίστηκε ως μία από τις σημαντικότερες από καταβολής ελληνικής τηλεόρασης. Στηριγμένη στο, καρφωμένο στην κορυφή της λίστας των ευπώλητων, μυθιστόρημα της Victoria Hislop, με ένα αξιολογότατο καστ ηθοποιών και κυρίως με έναν σκηνοθέτη στο τιμόνι που καταφέρνει να αναπαράγει με σπουδαίο τρόπο τη ζωή ενός τόπου ο οποίος φαντάζει όλο και πιο μακρινός, το Νησί αξιώθηκε να έχει και μια αντίστοιχου εκτοπίσματος και αισθητικής μουσική επένδυση.
Ο Μίνως Μάτσας μπόρεσε από την πρώτη κιόλας νότα να κλείσει όλες τις ανάγκες μιας τηλεοπτικής μυθοπλασίας κινούμενης ανάμεσα στο έντεχνα επιβεβλημένο μελό και στην τραγικότητα του σεναρίου, που αγγίζει τα ακραία όρια της ζωής και του θανάτου. Βρέθηκε απέναντι σε ένα πεδίο έντονων συναισθηματικών φορτίσεων και αποφορτίσεων και κατάφερε να περπατήσει μουσικά με την ίδια, αν όχι περισσότερη, άνεση και τέχνη πάνω στον συνεχόμενο βομβαρδισμό αφηγηματικών εικόνων. Φτιάχνει έτσι ένα sounstrack που στέκεται αντάξιο των τηλεοπτικών κάδρων του Παπαδουλάκη, ενώ παραμένει το ίδιο στιβαρό και ενδιαφέρον όταν στέκει απογυμνωμένο, μακριά από την εικόνα –λειτουργώντας δηλαδή ως ανεξάρτητο μουσικό σύνολο.
Ενώ ο Μάτσας κινείται πάνω σε αυστηρούς επαγγελματικούς κανόνες σύνθεσης, καταφέρνει να αφομοιώσει στην πλήρη του διάσταση το συγκινησιακό φορτίο γύρω από το κοινωνικό φαινόμενο της λέπρας, να ερωτοτροπήσει μουσικά με τις –ολίγον ροζ– ιστορίες των πρωταγωνιστών της σειράς και, εντέλει, να προβάλει κατά κύριο λόγο την πηγή της έμπνευσης: το συναίσθημα. Επικουρεί βέβαια το γεγονός ότι διαχειρίζεται με άνεση τις παραδοσιακές μουσικές φόρμες. Ο Μάτσας δεν φοβάται να πειραματιστεί εξαντλώντας την πρωταρχική του ύλη: την αποδομεί και καταφέρνει να ανασυνθέσει το σύγχρονο χωρίς παραμορφώσεις και μιμητισμούς. Παίζουν έτσι οι μουσικές του μεταξύ μιας ανείπωτης μεθοδολογίας διεθνών καταβολών και μιας συνεχούς επαναφοράς και αυτοδιαχείρισης των θεμελίων της ελληνικής παράδοσης. Κι αυτό αποτελεί για μένα το μικρό μυστικό του soundtrack που συνέθεσε ο Μάτσας για το Νησί. Οι μικρές μουσικές του αφορμές μπορούν να γίνουν αρεστές από έναν αυθεντικό λυράρη της Κρήτης, μέχρι έναν (νεο)μποέμ ταξιδιώτη της υδρογείου.
Ακούω για παράδειγμα μελωδίες όπως τον “Ερχομό Του Αντώνη”, τον “Χορό Της Ζωής”, τα “Χαμένα Όνειρα”, ή τη “Σπιναλόγκα” και βρίσκω εξαιρετικά ενδιαφέρον το μουσικό πινγκ πονγκ μεταξύ άσπρου και μαύρου, θλίψης και αισιοδοξίας, καλού και καλού, τετελεσμένου και ελπιδοφόρου. Ακόμα και στα τραγούδια υπάρχει ένα δούναι και λαβείν αντιθέσεων. Στο τραγούδι «κράχτη» “Είναι Η Αγάπη”, το οποίο ερμηνεύει με λυρισμό η Ελεωνόρα Ζουγανέλη, ο Μάτσας δημιουργεί ερωτισμό με υλικό την τραγικότητα μίας ανίατης αρρώστιας, ενώ στο σκοτεινό “Μαύρη Πεταλούδα” βάζει τον Γιάννη Χαρούλη να κοντράρει τον θάνατο με ρώμη και με θράσος. Τέλος, η ευσύνοπτη διασκευή στο παραδοσιακό “Σε Ψηλό Βουνό” είναι μία ενδιαφέρουσα προσέγγιση, μιας και γίνεται ένα ατμοσφαιρικό παιχνίδι διφωνιών με τη φωνή του Χαρούλη.
Στο παραπάνω πλαίσιο, θεωρώ τελικά ότι το πιο σημαντικό για τον Μίνωα Μάτσα είναι ότι παρουσιάζει την καλύτερη του δουλειά μέχρι σήμερα. To soundtrack για το Νησί διαθέτει όλα εκείνα τα δημιουργικά στοιχεία που θα μπορούσαν κάλλιστα να το καταστήσουν ανταγωνιστικό σε μία διεθνή αγορά. Και δεν κάνω αναφορά στη διεθνή αγορά μέσα από μία συμπλεγματική ξενομανία, η οποία κατακλύζει σε μεγάλο βαθμό κριτικούς, καλλιτέχνες, και παράγοντες, αλλά μέσα από ένα ξεκάθαρα προσωπικό πιστεύω ότι οι μουσικές που υπογράφει ο συνθέτης έχουν δουλευθεί πάνω σε έναν καμβά παγκόσμιων μουσικών συνιστωσών.