Τις περισσότερες φόρες, οι στερεότυπες απόψεις που μιλούν για εθνικούς ήχους και μουσικές με βρίσκουν παγερά αδιάφορο. Δεν τις ασπάζομαι διότι η οικειοποίηση τέτοιων απόψεων οδηγεί σε ατυχείς γενικεύσεις, διαστρεβλώνοντας –εκ των ενόντων– την ουσία της μουσικής ενός τόπου. Και η έννοια του παραδοσιακού εκμαυλίζεται, λειτουργώντας αφοριστικά για την πολιτιστική ταυτότητα του ίδιου τελικά του τόπου.

Γι’ αυτό και η περίπτωση του Ζωπυρείν του Μάνου Αχαλινωτόπουλου πρέπει οπωσδήποτε να ακουστεί με ανοικτά αυτιά και μάτια. Όλος ο δίσκος στηρίζεται πάνω στον ήχο του κλαρίνου. Το εθνικό λαϊκό όργανο, αιωνίως ταυτισμένο με τα αθάνατα τσάμικα της Ηπείρου και της δημοτικής παράδοσης –ολίγον βουκολικής και πανηγυριώτικης– αντιμετωπίζεται εδώ μυστηριακά και μεταμοντέρνα, προσδοκώντας να μετακυλήσει τον κόσμο του παρελθόντος μέσα σε ένα σύγχρονο αστικό περιβάλλον.
 
Ο Αχαλινωτόπουλος, ως σύγχρονος κλαριντζής, διαχειρίζεται το όργανο και τις ενορχηστρώσεις του δίνοντας την αίσθηση ότι δεν θέλει να αγγίξει αποκλειστικά τους ακροατές μίας χώρας ταλανιζόμενης αισθητικά μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Οι μουσικές του πάνε ένα βήμα πιο μακριά και ρίχνουν τα δίχτυα πέρα από τις αλλοδαπές ακτές της Μεσογείου, αγγίζοντας ηχητικά μια (καλώς εννοούμενη) παγκοσμιοποιημένη αισθητική. Σε αυτό συμπράττουν οι συνοδοιπόροι του Ζωπυρείν,  όπως ο Χρήστος Μουράτογλου στα ηνία της παραγωγής, αλλά και οι καλεσμένοι, ηχηρά ονόματα μίας διεθνούς μουσικής κοινότητας: ο Αλκίνοος Ιωαννίδης, η Shuseela Raman, ο Σταύρος Λάντσιας, ο Ara Dinkjian και ο Παύλος Παυλίδης είναι μερικά από τα πιο αναγνωρίσιμα, στα οποία κι αναπόφευκτα στέκεσαι. Το πλήθος δε από Τούρκους και Έλληνες οργανοπαίχτες που προστίθεται στη μακρά λίστα των συνεργασιών συνδράμει στο διεθνές broadcasting του δίσκου.

Το μουσικό έργο αντιμετωπίζεται με ύφος ακραιφνούς διονυσιασμού, όντας πομπώδες και ταπεινό, μελαγχολικό και οργιαστικό –ο Αχαλινωτόπουλος χτίζει τον σκελετό ενός φουτουριστικού σκηνικού. Αναστενάρηδες, φακίρηδες των Ινδιών, νεογιάπηδες της Νέας Υόρκης, μετανάστες στις θάλασσες της Ευρώπης, κρητικά πρωτοπαλίκαρα μπαίνουν όλοι σε ένα άχρονο μουσικό ντορβά ενός ηχητικού παραληρήματος. Ισορροπεί, σκοντάφτει, αναδιπλώνεται και ρισκάρει ο Αχαλινωτόπουλος, δημιουργώντας ένα ακουστικό μείγμα για πολύ συζήτηση.

Το Ζωπυρείν με άγγιξε. Ακόμα και μέσα στην υπερβολή του –πολλές φορές υπήρξε υπερφίαλο– κατάφερε να με συγκινήσει. Με τίποτα λοιπόν να μην αντιμετωπιστεί ως ένα είδος βουκολικής μουσικής άμεσα συνδεδεμένης με πανηγύρια, τσολιάδες και αρνιά, διότι ζήτω που καήκαμε. Ο Μάνος Αχαλινωτόπουλος κεντάει το πολυπολιτισμικό του υφαντό του και αφήνεται χωρίς δισταγμό στις προσωπικές του αναζητήσεις. Αυτή είναι η δικιά του νότα του φου, η μουσική της προσωπικής του φωτιάς –ξεφυλλίστε το ενδιαφέρον ένθετο και θα μπείτε στο νόημα…

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured