Ο Βασίλης Δημητρίου νομίζω πως δεν χρήζει συστάσεων και σίγουρα δεν είμαι εγώ ο κατάλληλος για αυτές. Το έργο του πλούσιο –τόσο σε ποσότητα, όσο και σε καλλιτεχνικό εύρος– και οι επιτυχίες του σημαντικές, με σημαντικότερη τη μουσική για την τηλεοπτική σειρά Βαμμένα Κόκκινα Μαλλιά.
Τούτη η κυκλοφορία, με τον εύγλωττο τίτλο της, περιέχει δύο δουλειές του Δημητρίου, τον Κύκλο Του Ήλιου και το Χρώμα Του Ήχου, οι οποίες δεν είχαν δει το φως της δημοσιότητας την εποχή που γράφτηκαν. Ή, καλύτερα, δεν είχαν κυκλοφορήσει ως αυτόφωτες δημιουργίες, έξω από το πλαίσιο για το οποίο είχαν συλληφθεί. Ο συνθέτης καταπιάνεται εδώ με δύο από τις αγαπημένες του πλατφόρμες εργασίας, γράφοντας τον μεν Κύκλο Του Ήλιου για τη θεατρική παράσταση «Αρτούρο Ουί» (έργο του Μπέρτολντ Μπρεχτ), την οποία είχε ανεβάσει στο Εθνικό το 1995 ο Ανδρέας Βουτσινάς, το δε Χρώμα Του Ήλιου για μία τηλεοπτική σειρά αγνώστων (σε εμένα) λοιπών στοιχείων, παρά μόνον της δεκαετούς χρονολογικής απόστασης από το πρώτο. Το γεγονός, λοιπόν, ότι αμφότερα γράφτηκαν για να συνοδεύσουν άλλες δημιουργίες, ότι μπορούν να υπαχθούν στον γενικό χαρακτηρισμό jazz και το ότι αποτελούνται από εννέα συνθέσεις έκαστο, είναι κάποιες από τις λίγες ομοιότητές τους.
Στον Κύκλο Του Ήχου, η μουσική του Δημητρίου ακολουθεί το χωροχρονικό σκηνικό του έργου του Μπρεχτ, δηλαδή τις Ηνωμένες Πολιτείες της δεκαετίας του 1930. Αποδιδόμενη από μία εννεαμελή ορχήστρα, λαμβάνει σαφείς και βαθιές υφολογικές επιρροές από τις μεγάλες ορχήστρες που κυριαρχούσαν στην jazz έκφραση της εποχής –όπως αυτές του Benny Goodman, του Count Basie ή του Duke Ellington. Μία έκφραση που, μέσω του swing και των προ-bop «καθαρών» jazz γραμμών, είχε βρει μια αξιοσέβαστη ισορροπία ανάμεσα στις καταβολές της στη μαύρη μουσική παράδοση από την οποία προερχόταν και στη σύγχρονή της (λευκή) αμερικάνικη δημοφιλή κουλτούρα, όπου και πρωταρχικώς αναφερόταν.
Σε αυτά, προστίθεται εδώ και μία αίσθηση πρώιμης cool jazz, αλλά και κάποιες ευρωπαϊκές παρεμβολές, είτε αυτές εκφράζονται με μία κλασικίζουσα προσέγγιση (η οποία ούτως ή άλλως είχε το δικό της μερίδιο στην jazz των big bands), είτε με εμβόλιμους, κατ’ εξοχήν ευρωπαϊκούς ρυθμούς (όπως το βαλς που γεμίζει το μισό περίπου “Τραγούδι Της Ξεχασμένης Μέρας”), οι οποίες αισθάνομαι ότι κερδίζουν έδαφος όσο το έργο προχωρά προς την ολοκλήρωσή του. Ξεχωριστές είναι επίσης οι δύο πρώτες συνθέσεις του, “Αρχίζει Το Πάρτι” και “Το Τραγούδι Της Ξεχασμένης Μέρας”, όπου οι αναφορές στην σκηνή των 1930s είναι εμφανέστερες, αλλά και “Ο Χορός Του Δρόμου”, όπου ένα θέμα που εμφανίζεται συχνά-πυκνά στον δίσκο παρουσιάζεται ελλειπτικό στην τρομπέτα και πλαισιώνεται από μία περιπετειώδη ενορχήστρωση των πνευστών. Όπως τέλος και “Τα Διαμάντια Της Νύχτας”, για τον διακριτικό συναισθηματισμό τους.
Στο Χρώμα του Ήλιου, από την άλλη, ακολουθείται μία αρκετά διαφορετική προσέγγιση. Σε αντίθεση με τις πιο αυστηρές δομές του Κύκλου Του Ήχου, εδώ οι περισσότερες συνθέσεις μοιάζουν κάπως πιο ελεύθερες. Τα παιξίματα γίνονται σε στιγμές πιο αφηρημένα (αν και δεν αφήνονται ποτέ να ξεφύγουν από τις σαφείς γραμμές του κειμένου), ενόσω οι jazz καταβολές λαμβάνουν μία αμιγώς ευρωπαϊκή χροιά, μπολιασμένες και με μία νεοκλασική (επίσης ευρωπαϊκή) αντίληψη. Αλλάζει επίσης και η ενορχηστρωτική βαρύτητα, καθώς στον Κύκλο Του Ήχου το βάρος πέφτει στο κουιντέτο των πνευστών, ενώ εδώ υπάρχει μόνο ένα σαξόφωνο να πλαισιώνει δύο έγχορδα (τσέλο και βιολί), ένα πιάνο και μία κιθάρα –με την ένταση να κατανέμεται με μια σχετική ισομέρεια.
Μία ένταση σαφέστατα πιο εσωτερική (θα έλεγα πιο εσωστρεφής, αν δεν φοβόμουν τη συσχέτιση της λέξης με τη μελαγχολία), πιο εκλεπτυσμένη, αν μου επιτρέπεται ο όρος και σίγουρα πιο ατμοσφαιρική. Έτσι, σε ένα ισάξιο σύνολο ιδιαίτερης ομορφιάς, θα ξεχώριζα τη “Γυναίκα Με Τα Χρυσά Μάτια” για τα εξαιρετικά και εναλλασσόμενα σόλο της κιθάρας και του σαξοφώνου, πάνω από ένα χιτσκοκικής εμπνεύσεως επαναλαμβανόμενο ακόρντο στις ψηλές νότες του πιάνο. Ακόμα, το “Πλανόδιοι Μουσικοί” με τα αλληλοσυμπληρούμενα θέματα σε κιθάρα, έγχορδα και σαξόφωνο, αλλά και το “Στο Πάρτι Της Αρκούδας”, για την ένταση που καταφέρνει και συμπυκνώνει στο ενάμιση μόλις λεπτό της διάρκειάς του.
Συμπερασματικά, νομίζω πως η προσέγγιση Βασίλη Δημητρίου στην jazz, όπως διαφαίνεται στα δύο εν λόγω έργα, δεν είναι ιδιαιτέρως τολμηρή, τόσο τουλάχιστον ώστε να ανακαλύψει ή να (αποπειραθεί να) διανοίξει νέους δρόμους. Διαφαίνεται ωστόσο ένα εξαιρετικό και διόλου αμελητέας καλλιτεχνικής σημασίας κριτήριο αφομοίωσης των επιρροών του και ενσωμάτωσής τους στο προσωπικό του κείμενο. Ο ενορχηστρωτής Βασίλης Δημητρίου από την άλλη, μου φαίνεται πως παρουσιάζει περισσότερο ενδιαφέρον. Διότι αν με εξίταρε κάτι σε αυτήν την κυκλοφορία, ήταν οι δυναμικές των οργάνων, το πώς οι γραμμές τους αλληλεπιδρούν μεταξύ τους ή, με απλούστερα λόγια, το πώς κάνουν αυτό που κάνουν και όχι ιδιαίτερα το τι κάνουν. Είναι η ενορχήστρωση δηλαδή αυτή που δημιουργεί την εκλεπτυσμένη ένταση, που ιδιαίτερα στο Χρώμα Του Ήχου ανά στιγμές γιγαντώνεται με έναν υπόγειο τρόπο.
Λόγος για τον οποίον, υποθέτω πως, θα πρέπει να αποδώσω και τα ανάλογα εύσημα στις δύο ορχήστρες που ερμηνεύουν τα δύο έργα. Προστιθέμενος μάλιστα στο συναγόμενο από μία πρόσφατη συνέντευξη του Δημητρίου στην Αυγή, ότι δηλαδή στο Χρώμα Του Ήχου οι μουσικοί έμεναν λιγότερο πιστοί στο κείμενο, προχωρώντας σε ελεγχόμενους (από τον ίδιο) αυτοσχεδιασμούς, με κάνει να σκεφτώ πως η συνεισφορά τους υπήρξε κάτι περισσότερο από απλώς εκτελεστική.
Όπως και να ’χει, πάντως, θεωρώ ότι η συγκεκριμένη κυκλοφορία αξίζει ιδιαίτερης προσοχής.