Δύο χρόνια και κάτι ψιλά πριν, τα αδέρφια Γιάννης & Πάρης Πιχαρίδης ψηλαφούσαν το παρόν, με πλοηγό τον αποξενωμένο άνθρωπο της μεγάλης πόλης, ο οποίος αναζητούσε την ετερότητα σ’ ένα πεδίο αντιθέσεων όπου ως κύριο χαρακτηριστικό προβάλλει –όπως έγραφαν– το σκοτάδι. Τώρα, μας καλούν να ξυπνήσουμε αυτούς που κοιμούνται αφήνοντας ήσυχους όσους ονειρεύονται (σύμφωνα με το γνωστό σύνθημα) και μοιράζονται μαζί μας σκέψεις για το μέλλον, για τον κόσμο που Ξημερώνει, όπως τιτλοφορείται και τούτος ο δεύτερος δίσκος τους ως Αναχάπαρα.  Ομολογώ ότι κάτι δεν πιάνω. Στο βιβλιαράκι του Ξημερώνει, οι Αναχάπαρα θέτουν επί τάπητος ζητήματα για την κοινωνία, για τα πρότυπα συμπεριφοράς, για την επανάληψη ως μητέρα του αισθήματος σταθερότητας –έστω κι αν βρίσκω νοηματικά συγκεχυμένο το σχετικό κειμενάκι τους. Στο στιχουργικό ωστόσο περιεχόμενο, ο έρωτας προβαίνει ως ο απόλυτος κυρίαρχος. Πέρα από κάποιες νύξεις του “Ξημερώνει” και από τα τραγούδια “Ίσως” και “Παιδί Μικρό”, η γραφή των αδερφών Πιχαρίδη καταπιάνεται με τα θέλω της καρδιάς και με τα αισθηματικά στραπάτσα. Προς Θεού, δεν λέω ότι θα κριθούν αρνητικά επειδή δεν τραγουδούν για μη ερωτικά ζητήματα. Όμως προς τι τελικά τέτοιες προμετωπίδες, όταν το περιεχόμενο δεν τις εκπροσωπεί;  Αλλά αν η βιτρίνα του δίσκου σε βρίσκει ν’ απορείς, το «ψητό» του σε απογοητεύει. Στο Ξημερώνει, οι Αναχάπαρα δεν έχουν προχωρήσει σπιθαμή ως δημιουργοί από το ντεμπούτο τους Κράτα Κάτι Από Το Σκοτάδι. Η ίδια μονότονη προσκόλληση σε παρωχημένα ηλεκτρικά σχήματα και στα σχετικά σολαρίσματα, το ίδιο DNA της σχολής Πυξ Λαξ, οι διεθνείς αναφορές κολλημένες στο χρονικό/αισθητικό όριο των Nirvana, το ίδιο στιλ τραγουδιού με ευθεία παραπομπή στον Λαυρέντη Μαχαιρίτσα. Μνήμες από παλιοκαιρισμένες πρακτικές και συνήθειες του «δικού μας» rock, επιστρέφουν απλώς στην επικαιρότητα μπάζοντας τους Αναχάπαρα στον στίβο όσων συγκροτημάτων διαγωνίζονται για ένα κομμάτι της Onirama πίτας. Οι δε στίχοι, όταν δεν αποδεικνύονται αδιάφοροι ή ασαφείς, καταλήγουν σε φράσεις όπως «Σινιορίτα, τι να σε κεράσω να σε διασκεδάσω/Και άμα δε σ’ αρέσω ρίξε πάλι πίτα» (“Σινιορίτα”) ή «Ήθελα να ’μουν βροχή, σαν περπατάς να κοιτάω από ψηλά/Όταν θ’ αγγίζω τα δικά σου μαλλιά να μένω πάντα εκεί». Πλατειάζει νομίζω ο περαιτέρω σχολιασμός, αν και θα σταθώ επιγραμματικά στο παράλογο: η βροχή, ακόμα κι όταν μας κάνει παπιά, δεν μένει «πάντα εκεί», άσχετα με το αν κάνουμε κάτι γι’ αυτό ή όχι...  Δεν είναι κακό ούτε κοντά στις επιρροές σου να στέκεσαι, ούτε απαιτεί κανείς να καινοτομείς και να πρωτοπορείς ώστε να βρίσκεσαι στη δισκογραφία. Υπάρχουν άλλωστε πολλά παραδείγματα άξιων καλλιτεχνών υπέρ αυτού. Πιστεύω όμως ότι οι αδελφοί Πιχαρίδη γνωρίζουν πολύ καλά –ως απόφοιτοι, αμφότεροι, Μουσικού Γυμνασίου και Λυκείου– πως τα πάντα κρίνονται στο αν έχεις κάτι δικό σου να συνεισφέρεις και στον τρόπο κατόπιν που διαλέγεις να το κάνεις, συνθετικό, στιχουργικό, τραγουδιστικό, ενορχηστρωτικό, από άποψη παραγωγής. Η παρούσα κατάθεσή τους δεν πείθει ότι διαθέτει αυτό το κάτι τις, ούτε καν όταν εξηλεκτρίζουν ένα δεδομένα συμπαθές τραγούδι, όπως το “Όπου Φυσάει Ο Άνεμος” του Κώστα Τουρνά.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured