Καταλαβαίνω ότι πρέπει να στηρίζεται με προσπάθειες και κινήσεις η jazz σκηνή της ημεδαπής, αλλά αυτό δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση ότι πρέπει να την αντιμετωπίζουμε σαν φθισικό παιδάκι που πρέπει να ανδρωθεί. Κάτι τέτοιες λογικές έκαναν «πατ-πατ» και στο κεφαλάκι της αντίστοιχης rock ‘n’ roll σκηνής και είδαμε και πάθαμε κατόπιν μέχρι να ακούσουμε καλούς δίσκους και να ξεφύγουμε (κριτικοί και κοινό) από τη φράση «καλό για ελληνικό»…  Στην παρούσα έκδοση λοιπόν – όπου συγκεντρώνονται ζωντανά αποσπάσματα από την 5η και 6η Γιορτή της Τζαζ στη Θεσσαλονίκη συν δύο στούντιο ηχογραφήσεις – συμβαίνει το εξής παράδοξο. Ο δίσκος είναι καλός, με την έννοια του καλού παιξίματος από το μεγαλύτερο ποσοστό των συμμετεχόντων σχημάτων. Ο δίσκος είναι επίσης καλός από πλευράς ηχοληψίας, σημαντική επισήμανση εφόσον μιλάμε για συναυλιακό υλικό. Ο δίσκος είναι όμως καλός και σε επίπεδο artwork, ασχέτως αν με αυτή την τρισδιάστατη pop λογική μάλλον έβαλε στο στόχαστρό του να προσελκύσει μάτια στα δισκοπωλεία. Είναι κατά βάση σωστή η λογική, αλλά για τους λάθους λόγους, οι οποίοι αφορούν και τον δίσκο ως υλικό πλέον. Ποιους; Πρώτα-πρώτα, σημασία δεν έχει να καλοπιάνουμε ένα «άλλο» ακροατήριο αμβλύνοντας τις jazz γωνίες (αισθητικής φόρμας και καλλιτεχνικής περσόνας), αλλά να του δείχνουμε τα δόντια μας ακόμα και αν παίζουμε διασκευές στον Count Basie. Διαφορετικά οι mainstream και pop fans, όσοι αρέσκονται σε «διακριτικές» jazz ατμόσφαιρες, ακόμα και αν αγοράσουν το Jazz Society, δεν θα πάνε στη συνέχεια να αναζητήσουν κυκλοφορίες από τους καλλιτέχνες οι οποίοι το απαρτίζουν. Απλά θα συμμετέχουν σε αυτή τη μεγάλη ομάδα που λέει «ωραία η jazz κάποιες στιγμές». Σωστά; Οι μόνοι ρισκαδόροι που άκουσα λοιπόν εγώ στο Jazz Society είναι οι Sax Voyage. Οι οποίοι, έστω και χωρίς το απαιτούμενο λόγω εποχής γρέζι, διασκεύασαν γενναία το “Segments” του Charlie Parker σε μία κεντροευρωπαϊκή εκδοχή που αν μη τι άλλο αναδεικνύεται στακάτη μέσα στην ακαδημαϊκότητά της. Δεύτερον, οι jazz διαδρομές που ακούμε εδώ (mellow fusion, δημιουργικός αυτοσχεδιασμός, ρομαντική σχολή των 1970s, cool και vocal για να αναφέρουμε μερικά από τα ρεύματα) δεν διαθέτουν παρά σε ελάχιστα σημεία πατήματα στο σημερινό γίγνεσθαι (κοινωνικό και μουσικό). Εξαιρουμένων των Baby Trio και του Σάκη Παπαδημητρίου, όπως και σε σημεία του κουαρτέτου Συμβουλόπουλος/Στόικος/Currie/Γερμενόγλου, ακούμε αντιθέτως μια γλυκύτατη jazz – και η jazz δεν είναι «γλυκιά» μουσική, όσο και αν επιμένουν επί τούτου κάποια κονσερβατόρια στην Ελλάδα. Το αποτέλεσμα είναι έτσι ένα και μοναδικό: ούτε ταυτότητα προσθέτει η συγκεκριμένη προσέγγιση της jazz στην άμοιρη εγχώρια σκηνή, ούτε της δίνει την αυτονομία να διεκδικήσει την παρουσία της στα ελληνικά μουσικά δρώμενα, μιας και έχει κόψει τις διαδράσεις της με το τι συμβαίνει, αρκούμενη στην απλή αναπαραγωγή εντυπώσεων της αλλοδαπής. Και είναι κρίμα διότι κιθάρες όπως του Γιάννη Παυλίδη, τρομπέτες όπως του Παντελή Στόικου, κοντραμπάσο όπως του Γιάννη Παπατριανταφύλλου και πιανίσιμο όπως του Αντρέα Συμβουλόπουλου θα μπορούσαν να αποτελούν σπάνια καμάρια μιας σκηνής η οποία δεν θα αναπαρήγαγε αυτιστικά λογικές σαν τις παραπάνω, μα θα ερχόταν σε επαφή με άλλες σέχτες, δανείζοντας και παίρνοντας.  Σιχαίνομαι που γράφω έτσι για καλούς μουσικούς, όμως – εκτός κάποιων περασμάτων σε συγκεκριμένες συνθέσεις – δεν άκουσα πολλές φορές στο Jazz Society τους μουσικούς να δαγκώνουν το όργανο τους και να αντιπαραθέτονται με αυτό, αλλά απλώς να διαβάζουν διαυγώς και με ευχέρεια παρτιτούρα, έστω και νοητή.  

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured