Ο Μιχάλης Τούμπουρος αποτελεί μία αρκετά ιδιαίτερη περίπτωση. Θιασώτης της ηλεκτρικής μπαλάντας, παρουσιάζει τον πρώτο του δίσκο φέτος, αν και η εμφάνισή του στην ελληνική δισκογραφία (και σκηνή) χρονολογείται από το 1991 – όταν συμμετείχε, διακρινόμενος μάλιστα, στους Αγώνες Ελληνικού Τραγουδιού που είχε διοργανώσει ο Μάνος Χατζιδάκις στην Καλαμάτα. Ο Μιχάλης Τούμπουρος δεν είναι όμως απλώς μουσικός, αλλά πλήρης συνθέτης, με την έννοια ότι ανακατεύεται σε όλη τη διαδικασία της καθέλκυσης ενός τραγουδιού: σύνθεση, στιχοπλοκία και τραγούδι.  Θα εμμείνω προσωπικά στις δύο εκ των τριών παραπάνω ενεργειών του Τούμπουρου στο παρόν άλμπουμ. Οι όποιες αντιρρήσεις θα μπορούσαν να εκφραστούν για την ερμηνεία του (περίσσιος στόμφος και συναισθηματικότητα), κάμπτονται από την εμφανώς αυθόρμητη και γενναία προσέγγισή του στο στιχουργικό υλικό που έχει ποιήσει. Χαρακτηριστικότατα παραδείγματα οι πολύ καλές ερμηνείες του στο ομότιτλο του δίσκου τραγούδι, αλλά και στο “Αναμμένα Τσιγάρα”. Την ίδια στιγμή οι στίχοι του, αν και διακρίνονται από μία θα τολμούσα να πω κουραστική επανάληψη περί χαμένων ευκαιριών/εμπειριών, διαθέτουν μέσα τους μερικά διαμαντάκια. Γεγονός που καταδεικνύει όχι μόνο τη φλέβα και το τάλαντο του Τούμπουρου, αλλά και την αντιληπτικότητά του περί του τι συμβαίνει γύρω του. Το ότι ο καλλιτέχνης ζει στην Καλαμάτα, εξασκώντας το επάγγελμα του ιατρού (από συνειδητή επιλογή), αποτελεί στοιχείο που κυλά υπέρ του. Διότι αφουγκράζεται κάτι παραπάνω από μουντά αστικά τοπία (η φύση πρωταγωνιστεί σε πολλά σημεία του δίσκου), ενώ οι άνθρωποι για τον Τούμπουρο είναι γυαλί διάφανο – μιας και έχει τη δυνατότητα να τους βλέπει και πιο πέρα από εμάς, κάτω από το πρίσμα της ανασφαλούς υγείας. Πολλοί οι καλεσμένοι ερμηνευτές στον δίσκο – αν αναλογιστούμε ότι πρόκειται για δισκογραφικό ντεμπούτο – και όλοι τους εκλεκτά ονόματα. Προς προσωπική μου έκπληξη, το νήμα κόβει άνετα ο Λαυρέντης Μαχαιρίτσας με μια παλλόμενη από εσωτερικότητα ερμηνεία στο “Ψάχνω Φιλί”, ενώ ο τόνος της φωνής του Διονύση Τσακνή αποδείχθηκε ο πρέπων για το “Καμβάς”. Η Χάρις Αλεξίου πάλι κινήθηκε μανιερίστικα, στο ύφος των κυκλοφοριών της από τα τέλη της δεκαετίας του 1990 κι έπειτα, ενώ ο Λάκης Παπαδόπουλος με τον Μπάμπη Στόκα ακολούθησαν κι αυτοί υπέρ του δέοντως αναμενόμενες προσεγγίσεις. Το ίδιο και ο Πάνος Μουζουράκης, ο οποίος όμως πέτυχε τουλάχιστον κάτι το σχεδόν σαρκαστικό, μια αίσθηση πικρού χαμόγελου, στο “Θεές Γοργόνες”.    Δραστικά θα διαφωνήσω πάντως σε σημεία με τον Βασίλη Πιερακέα – ο οποίος επιμελήθηκε τις ενορχηστρώσεις και τον σχεδιασμό του ήχου στο Μονολογώντας – μιας και πολλές φορές χρησιμοποίησε στοιχεία τα οποία ηχούν παράταιρα σε επίπεδο κώδικα. Τρανό παράδειγμα ο “Καμβάς”, όπου η χρήση των αγγλικών λέξεων σε επίπεδο ηχοστρώματος περισσότερο μπερδεύει τελικά, παρά διευρύνει το νόημα του τραγουδιού. Επίσης ο ήχος των τυμπάνων βγήκε παραδειγματικά ξερός, αφαιρώντας έτσι από τη δύναμη κάποιων τραγουδιών. Η χρήση τέλος ηλεκτρονικών στοιχείων, όπως και η χροιά της ηλεκτρικής κιθάρας (“Ανταύγειες”), απομακρύνουν νομίζω από τους θεματικούς άξονες της στιχουργίας του Τούμπουρου.  Συνολικά, παρά τις όποιες αδυναμίες, το Μονολογώντας προκύπτει ως ένας πραγματικά ενδιαφέρων δίσκος, ικανός και να κρατήσει το ενδιαφέρον σου, μα και δίχως διάσπαση συνοχής από τους πολλούς ερμηνευτές του.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured