Καιρό κάθισε (και) τούτο το cd στη στοίβα των όσων έχω να γράψω, να περιμένει υπομονετικά τη σειρά του. Δεν το σνόμπαρα  – άμα ξεκινάς έτσι, καλύτερα να μην τη γράψεις ποτέ την κριτική. Ίσα-ίσα, μια περιέργεια την είχα: πρώτη ολοκληρωμένη παρουσία του Γιάννη Ματσούκα στη δισκογραφία, «δύναμη» του λαϊκού τραγουδιού ο Χρήστος Νικολόπουλος, ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να προκύψει από τέτοιες συμπράξεις. Ακόμα και αν ο τελευταίος έχει καιρό να δώσει κάτι που να ξεφεύγει από τα χρόνια τώρα κατακτημένα δεδομένα του. Κι ακόμα και αν το (κακό) εξώφυλλο του Σινεμαδάκι Μου κάνει ό,τι μπορεί για να σε απωθήσει.   Καιρό, κατόπιν, βολεύτηκε (και) αυτό το cd στη σιντιέρα. Έπαιξε, ξανάπαιξε, το άφησα για λίγο, ακόμα και σε ένα MP3 player το έβαλα και το έβγαλα μαζί μου για βόλτα στην πόλη. Τίποτα – επικοινωνία μη εφικτή. Απορία. Το Σινεμαδάκι Μου είναι ένας έκδηλα φροντισμένος δίσκος: με τα στιβαρά μπουζούκια του Νικολόπουλου σε πρώτο πλάνο (“Η Σιωπή Μου Ρωτάει”, “Περαστικά”, “Αχ! Πώς Το Λένε”), με τα λόγια του Νίκου Αναγνωστάκη να ξεπέφτουν κατά σημεία σε κενότητες (“Γι’ Αυτό Σου Λέω Ξεκόλλα”, “Θα Διορθώσω Τα Ελληνικά Μου”), μα γενικά να επιτυγχάνουν το άμεσο και καθημερινό αίτημα του λαϊκού στίχου και με την καθάρια παραγωγή της Μαρίας Αναγνωστάκη και τις δουλεμένες ενορχηστρώσεις του Αλέκου Χαραλαμπίδη να προσθέτουν στο τελικό αποτέλεσμα. Κακό λοιπόν δίσκο δεν θα το έλεγα το Σινεμαδάκι Μου σε καμία περίπτωση. Αλλά τι συμβαίνει και δεν μπορώ να το πω ούτε καλό δίσκο; Γιατί μένει από καύσιμα κάπου εκεί στο μεταξύ της μετριότητας; Δύο είναι οι αιτίες γι’ αυτό. Κυριότερη ο Γιάννης Ματσούκας. «Ελπιδοφόρο ερμηνευτή» τον χαρακτηρίζει στο συνοδευτικό της έκδοσης κειμενάκι του ο Κώστας Μπαλαχούτης – και είναι πράγματι: έχει τη λαϊκή στόφα η φωνή του Ματσούκα, σωστά τραγουδάει, αλλά ούτε έκταση διαθέτει, ούτε συναρπαστικά χρώματα, ούτε τριβή ακόμα αρκετή ώστε να βρίσκεται σε θέση να πραγματοποιήσει ερμηνείες σε επαφή με ό,τι λέμε «ψυχή». Αδυνατεί έτσι να σε κάνει να τον προσέξεις, αναγκαστικά μετατοπίζοντας το ενδιαφέρον σου στις εισαγωγές του Νικολόπουλου, στις μελωδίες και στους στίχους. Κι εδώ βρίσκω τη δεύτερή μου ένσταση: οι στίχοι του Αναγνωστάκη, όχι πάντα καλοί όπως είπα και πιο πάνω, έχουν μια υπερβολικά ρετρό αισθητική: κοιτάνε προς τα πίσω στο λαϊκό τραγούδι και μιλάνε μια γλώσσα για μεγάλες ηλικίες, άσχετα αν εδώ κι εκεί νεανίζουν άστοχα – για του στραβού το δίκιο πάντως, στο ρεφρέν του σκυλοχιπ-χοπ αισθητικής (μελωδικά) “Ιλιάδα” πετυχαίνει διάνα. Το ίδιο ρετρό ακούγονται και τα μπουζούκια του Νικολόπουλου, ο οποίος για μία ακόμα φορά αρκείται στο να θυμίζει περασμένα μεγαλεία του λαϊκού τραγουδιού. Παίζονται όμως με τόση μαεστρία, ενώ ο ίδιος ακούγεται τόσο κεφάτος όταν αναλαμβάνει το μικρόφωνο (π.χ. “Ο Λευτέρης”), ώστε δεν μπορείς να μην παραδεχτείς ότι τελικά αποτελεί τον μοναδικό άσσο στο μανίκι του Σινεμαδάκι Μου – και τον κύριο λόγο αποφυγής των χειρότερων για το δισκογραφικό ντεμπούτο του Γιάννη Ματσούκα.  

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured