Λέω να μην (κατ)αναλωθούμε σε κρίσεις περί άλμπουμ διασκευών, επανεκτελέσεων, επανερμηνειών (προσθέστε ό,τι βαρύγδουπο τραβάει η ψυχή σας), αυτοπεριορίζοντας  αναπόφευκτα την όλη συλλογιστική μας στο αμφιλεγόμενης ουσίας τριπ του κατά πόσο αυτές συνάδουν με το πνεύμα και την αισθητική των «προκατόχων» τους. Θα προτιμήσω, λοιπόν, τον πιο ευρύχωρο όρο «άλμπουμ αφορμών», για τούτο το δεύτερο των Night On Earth, με τις αφορμές να δείχνουν, δίχως εξαιρέσεις, προς ανθολογημένα (το “Τρεις Ανθοί” απενοχοποιεί κάπως τη χρήση της λέξης) τραγούδια απ’ τον κατάλογο του Θανάση Παπακωνσταντίνου. Προλογικός αστερίσκος κατάδειξης απτού γεγονότος και όχι φέρων τίποτα περίεργες υπόνοιες: δεν αποτελούν και σύνηθες φαινόμενο ανάλογες απόπειρες τόσο νωρίς στην πορεία μιας μπάντας, αν και εδώ οφείλουμε να ξεκαθαρίσουμε πως τα μέλη της δεν είναι και τίποτα πρωτάρηδες – παρακαλώ μη με βάζετε να αναπαράγω βιογραφικά στη ρημάδα την εποχή του ένα-κλικ-μακριά. Όσοι έτυχε ή πέτυχε να συναπαντηθείτε με το προ διετίας ομώνυμο ντεμπούτο τους σε ιδιωτική ή δημόσια αναπαραγωγή του, φαντάζομαι πως δεν θα αργήσετε και πολύ να συντονιστείτε στο γνώριμο ηχητικό αποτύπωμά τους, ακόμα κι αν τα τραγούδια δεν είναι ακριβώς ορίτζιναλ, που λένε. Εκείνο το Night On Earth στο εξώφυλλο, δηλαδή, δεν κρέμεται απλά ως σημάδι αναγνωριστικής χρηστικότητας, αλλά κουβαλάει και το ουσιώδες βάρος του πέραν της στεγνής πληροφοριακής του διάστασης – εξ’ ου άλλωστε και ο πρόλογος περί του Second Hand ως άλμπουμ αφορμών. Όπερ μεθερμηνευόμενο, αναμείνατε παιχνίδι με τις ηλεκτρικές δυναμικές, πειραματιζόμενη λευκή jazz, σινεματικές έξεις και φωνητικές εξισορροπήσεις (προσοχή στις γοητευτικές ταλαντώσεις των χορδών της Σοφίας Σαρρή), όλα προσαρμοσμένα στο επιλεγμένο ως πρωτογενές υλικό ή μάλλον, για την ακρίβεια του πράγματος, δυτικότροπες αναπτύξεις αυτού. Κοντοστέκομαι στο “Crocus” (βασισμένο στο προαναφερθέν “Τρεις Ανθοί”) για δυο σημαντικούς λόγους: πέραν της εκ του αποτελέσματος ανάγνωσης πως έρχεται και ανακατώνει σχεδόν απολυταρχικά τον ευαίσθητο ψυχισμό σου (καμιά πιθανότητα διαφυγής), νομίζω ότι περικλείει την ουσία του όλου εγχειρήματος και μάλιστα στην πιο δόκιμή του έκφανση. Η μονοδιάστατη πρωτοκαθεδρία της ανατολικίζουσας μελωδίας του, απειλείται καθ’ όλη τη διάρκεια απ’ το αντίστροφης λογικής δυτικό του πλαίσιο (ας το πούμε σκεπτόμενο ροκ με τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του). Επειδή, όμως, η μελωδία δεν δείχνει διατεθειμένη να παραδώσει τα σκήπτρα, εν τέλει λαμβάνουμε αυτή την οριακή αίσθηση της ισορροπίας που παράγει κλιμακώσεις συναισθήματος, παρέα με ό,τι υπερβατικό συνεπάγεται το γεγονός. Οι όποιες ενστάσεις μου, για ένα κατά τ’ άλλα αρκούντως ενδιαφέρον άλμπουμ, μορφοποιούνται ακριβώς σε εκείνες τις στιγμές όταν επιλύεται η παραπάνω διαμάχη. Όταν, δηλαδή, το ενδιαφέρον μετακινείται είτε προς έναν ολίγον κλινικό ακαδημαϊσμό, ή προς την κατεύθυνση της κενής υπερβολής. Για να μην παρεξηγηθώ, σε καμία περίπτωση δεν κρίνω αρνητικά οποιοδήποτε τρόπο έκφρασης ώστε να αναπτυχθούν ηχητικές ιδέες – αυτή είναι η ευκολότερη οδός ώστε να διαφωνείς κατά το δοκούν με τα πάντα. Σημειώνω, όμως, πως η υπερβολή καλή ώρα οφείλει στον εαυτό της πάνω απ’ όλα κάποιου τύπου αισθητική δικαίωση, αλλιώς μάλλον δηλώνει αυταρέσκεια εσωτερικής καύσης.  

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured