Ξέρω εκ των προτέρων ότι πολλοί θα πέσετε να με φάτε για αυτήν την κριτική. Για μένα όμως αποτελούσε τόσο επιθυμία, όσο και ένδειξη συνέπειας προς τα όσα εκφράζω κατά καιρούς σε φιλικές συνομιλίες για το σύγχρονο ελληνικό τραγούδι να γράψω κάτι για τον Γιώργο Μαζωνάκη. Γιατί, πρώτον, μου αρέσει ο Γιώργος Μαζωνάκης - αν και όχι πάντοτε τα τραγούδια που λέει.  Και, δεύτερον, θεωρώ πως, εδώ και χρόνια, στέκεται σε όσα κάνει με έναν τρόπο αφενός αιρετικό για ό,τι έχουμε μάθει να λογίζουμε ως «πίστα» και «μπουζούκια» και αφετέρου πολύ πιο αυθεντικό από διάφορους έντεχνους, ροκάδες και χιπ-χόπερς, οι οποίοι σερβίρουν δήθεν ποιότητα, αλλά, παρόλα αυτά, δικαιούνται κριτική στο Avopolis, μόνο και μόνο επειδή αυτοτοποθετούνται στην «ποιοτική» όχθη. Προτού λοιπόν αρχίσετε να κράζετε, σκεφτείτε καλά αν αυτό είναι δίκαιο. Όπως σκεφτείτε και το άλλο: δεν νευριάζετε όταν βλέπετε στα ξένα νέα ειδήσεις για τη Leona Lewis, αλλά ξέρετε να διαμαρτύρεστε στο Other Side όταν βλέπετε στα ελληνικά νέα ειδήσεις για τον Θάνο Πετρέλη... Απέχουν, αλήθεια, τόσο πολύ αυτοί οι δύο, κατά τη γνώμη σας; Πίσω, όμως, στον Γιώργο Μαζωνάκη και στο 11ο album της καριέρας του. Όπως και στις προηγούμενες καταθέσεις του, έτσι κι εδώ ο Μαζωνάκης αναζητά το σουξέ βασισμένος στις γνωστές συνταγές, οι οποίες πολύ καλά έχουν δουλέψει για αυτόν τα τελευταία δέκα πάνω-κάτω χρόνια: έξι τραγούδια του Τάκη Μπουγά και τέσσερα του Φοίβου. Αναμενόμενα, λοιπόν, ο ήχος κινείται στα κυρίαρχα μπουζουκο-pop μονοπάτια, δίχως εκπλήξεις ή θεαματικές ανακατατάξεις στα δεδομένα και - εξίσου αναμενόμενα - ο στίχος μιλάει για καψούρες και για χωρισμούς. Το πολυακουσμένο “Σ’ Έχω Επιθυμήσει” (του Φοίβου) όχι μόνο δίνει τον τόνο της δουλειάς, αλλά πρόκειται και για ένα από τα ωραία λαϊκά σουξέ των τελευταίων χρόνων. Γιατί μέσα στην αναμφίβολα τυποποιημένη φόρμα του έπιασε αυτό το στιγμιαίο αίσθημα της επιθυμίας ενός αγαπημένου προσώπου, εκφράζοντάς το με τρόπο άμεσο και σημερινό, χωρίς περικοκλάδες και ακατάληπτους βερμπαλισμούς. Με έναν τρόπο δηλαδή ο οποίος πολύ έχει λείψει από το ελληνικό τραγούδι τα τελευταία χρόνια. Όποιες ενστάσεις και αν έχετε λοιπόν για τη μουσική του ή την εμμονή του στο refrain (τις έχω κι εγώ, ως έναν βαθμό), να ένα καλό μάθημα στιχουργικής προς τόσους και τόσους «ποιοτικούς» δημιουργούς, οι οποίοι μας έχουν πήξει στα σύννεφα, στις ψυχές και στα συναφή. Άλλο τόσο δε αποτελεί μάθημα και η ερμηνεία του Γιώργου Μαζωνάκη, ο οποίος, με επίγνωση των ορίων της φωνής του, ποντάρει σε μια από καρδιάς προσέγγιση, προσθέτοντας ένα κάτι πιο προσωπικό και ιδιαίτερο. Βγαίνοντας, αν όχι ασπροπρόσωπος, οπωσδήποτε χίλιες φορές προτιμότερος από διάφορες καλλίφωνες γκόμενες γνωστών συνθετών, ή κάτι αριστερούς καραφλο-μαλλιάδες rockers, οι οποίοι φέρουν τη στάμπα του «ποιοτικού» και του «με ευαισθησίες»...  Τι γίνεται όμως στο υπόλοιπο album; Κατά κύριο λόγο, κυριαρχεί η παραπάνω ισορροπία μεταξύ αναζήτησης εκείνου του σουξέ που θα το παίξει κατά κόρον ο Ρυθμός (με την υποστήριξη του οποίου άλλωστε κυκλοφορεί και η δουλειά αυτή), αλλά ταυτόχρονα θα έχει και αυτό το κάτι τις διαφορετικό. Μόνο σε δύο περιπτώσεις τη βρήκα να κλυδωνίζεται επικίνδυνα, γλιστρώντας προς την υπερβολικά σκυλέ αισθητική - μία στο “Έχω Νευριάσει” και άλλη μία στο σαχλό ζεϊμπέκικο “Θα Σου Δαγκώσουν Την Ψυχή Τα Δυο Μου Χείλη”. Αυτό για το οποίο ακόμα δεν είμαι και τόσο σίγουρος, είναι το κατά πόσο η παραπάνω ισορροπία δούλεψε στην περίπτωση του Τα Όχι Και Τα Ναι Μου όπως έχει δουλέψει σε παλιότερες δουλειές του Μαζωνάκη. Όπως το βλέπω εγώ τουλάχιστον, δούλεψε εν μέρει. Δούλεψε και με το παραπάνω στην περίπτωση του “Μ’ Ενοχλεί Ο Εαυτός Μου” (του Τάκη Μπουγά), όπου το νέϊ και το τσουμπούς «χτίζουν» μια ιδιαίτερη ατμόσφαιρα μελωδικά, όπου υπάρχει ένα γερό και έξω από τα συνήθη κλισέ refrain (τα εύσημα στη Χριστίνα Σολδάτου) και όπου ο Μαζωνάκης έδωσε την καλύτερή του, ίσως, ερμηνεία σε όλο το album, τραγουδώντας με αυτή την τόσο δική του αλητεία. Δούλεψε επίσης - αντικειμενικά - και στο, εμφανώς πιο συνταγοποιημένο, εντούτοις όμορφο, “Σαν Δυο Σταγόνες Βροχή” (το οποίο ήδη αναδείχθηκε σε χιτάκι), όπως και στο, ανάλογης κατεύθυνσης και ποιότητας, “Έννοια Σου”. Από την άλλη όμως, δεν δούλεψε καθόλου σε τραγούδια όπως το “Στην Πράξη”, το “Δώσε Μου Λίγο Χρόνο”, το “Είσαι Υπεύθυνη Για Μένα” ή το “Όνειρα”, που θα χαρακτήριζα ως τυπικά τραγούδια-γεμίσματα, τα οποία ούτε ο Μαζωνάκης δεν μπορεί να διασώσει.    Τελικός, λοιπόν, απολογισμός, είναι ένα album με τα πάνω και τα κάτω του, που δεν θα αφήσει δα και κανά στίγμα στη δισκογραφία, είναι όμως αρκούντως συμπαθητικό. Η πλάστιγγα γέρνει άλλωστε προς τα εκεί χάρη τόσο στα προαναφερόμενα καλά τραγούδια της δουλειάς, όσο και χάρη στις τρυφερά κωλοπαιδίστικες ερμηνείες του Μαζώ. Αυτά, για όσους από εσάς δεν καταδέχονται να σκέφτονται με όρους «οχθών», αλλά αναζητούν το πού μπορεί να λάμπει η αλήθεια στη σύγχρονη ελληνική μουσική, ανεξάρτητα από ιδεολογήματα, ταμπέλες και «μουσικές φυλές»…

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured