Αν μπορούμε να επιλέξουμε ένα ελληνικό gothic group από τις προηγούμενες δύο δεκαετίες, το οποίο ξέφυγε από τα στενά ελληνικά πλαίσια (βρέθηκε μάλιστα ένα βήμα από το να ακολουθήσει τους Mission στην ευρωπαϊκή τους περιοδεία), αυτό δεν είναι άλλο από τους Flowers of Romance. Το συγκρότημα του τραγουδιστή, πλέον, των Nexus, Μιχάλη Πούγουνα διαλύθηκε το 1998, μετά από 17 χρόνια συνεπούς καριέρας αλλά και με ελάχιστα -πλην όμως πολύ καλά για τα διεθνή standards του είδους- δισκογραφικά δείγματα. Οι Flowers of Romance, ανήκουν πλέον στο παρελθόν, και η συνέχεια είναι ένα group που κουβαλά τη γοτθική αισθητική ως ανάμνηση (οι παλιές αγάπες που να κρυφτούν) αλλά μοιάζει περισσότερο σημερινό από πολλά άλλα ελληνικά group. Δυσκολεύεται κανείς να ορίσει το χαρμάνι, αλλά μπορεί να εντοπίσει τα συστατικά του: Τους trip-hop ρυθμούς που εναλλάσσονται με τα αγχωτικά γρήγορα beats και τα σφυροκοπήματα των drums. Οι δύο τεθλασμένες γραμμές που διαπερνούν ηχοχρωματικά το album δεν είναι παρά η χαλαρή, downtempo από τη μία και η αγχωτική, κιθαριστική από την άλλη. Στην πρώτη ανήκουν κομμάτια όπως το "Ύπνωση", σε trip-hop ρυθμούς με ανατολίζουσα μελωδία και σκληρές κιθάρες, το πανέμορφο instrumental "Μαγική νύχτα" με την ονειρική, παιχνιδιάρικη ατμόσφαιρα, το "Μια μέρα δίχως σύννεφα" και το "Το Τραγούδι των Χρωμάτων" με το ταξιδιάρικο πιάνο. Να το ξεκαθαρίσουμε όμως: Όταν μιλάμε για το trip-hop των Nexus σίγουρα δεν εννοούμε αυτό που πρωτακούσαμε στο Bristol. Εδώ έχουμε να κάνουμε περισσότερο με την πιο παγερή πλευρά του, την πιο βιομηχανική και αγχωτική. Το τελευταίο στοιχείο είναι άλλωστε αυτό που ενώνει τις δύο γραμμές, αυτή που περιγράψαμε με την πιο σκληρή, που αποτελεί και τη δυνατή πλευρά του album. Τρανό παράδειγμα αυτό που κάτι πάει να πει "Η Τελευταία Προσπάθεια" και ολοκληρώνει η κορυφαία στιγμή του album "Αφήνοντας πίσω το μέλλον". Το πρώτο δεν αποφασίζει (και καλά κάνει) αν θέλει να εξελιχθεί σε trance κομμάτι ή να φύγει πίσω στο νεοκυματικό παρελθόν, αλλά οι κιθάρες και η δομή του μας προετοιμάζουν για το δεύτερο, που θα σας θυμίσει Apollo 440 στα καλύτερά τους: Ο κρυστάλλινος ήχος των κιθάρων δένει άριστα με τον drum 'n' bass ρυθμό και το αποτέλεσμα είναι απλά ξεσηκωτικό... Σε άλλες στιγμές, όπως στο κομμάτι "Στην αγκαλιά του Σύμπαντος" που ανοίγει το album, τα drum 'n' bass σφυροκοπήματα, οι βρώμικες σκληρές κιθάρες, τα γνώριμα φωνητικά και τα γοτθικά γυρίσματα δε λειτουργούν εξίσου καλά, ενώ δε λείπουν και οι αδιάφορες. Το "Παρτυ της μοναξιάς", τέλος, μοιάζει να είναι και το πιο 'ραδιοφωνικό' και καθαρόαιμο pop κομμάτι του album. Η έκπληξη όμως δε βρίσκεται εκεί.Ρυθμικά ο ήχος των Nexus θα θύμιζε περισσότερο τη live δόμηση του ήχου μιας electronica μπάντας. Λούπες μπλέκονται ή εναλλάσσονται με το δυναμικό drum παίξιμο, σε μια καλή παραγωγή. Οι κιθάρες, όποτε επεμβαίνουν είναι δυνατές, με τις γνώριμες γοτθικές αναφορές (κρυμμένες καλά όμως) και τα πιο σύγχρονα industrial χασίματα που είναι τόσο διακριτικά ώστε να αφήνουν απλά το αποτύπωμά τους. Ακόμα και τα φωνητικά βγαίνουν παραμορφωμένα, όπως στις βιομηχανικές ηχητικές εκφράσεις, χωρίς να σημαίνει ότι αυτό είναι ο κανόνας, μιας και -όταν χρειάζεται- βγαίνουν γυμνά, και ίσως τότε δείχνουν τις αδυναμίες τους. Συμπερασματικά, ο ήχος του "6" είναι σίγουρα ξεχωριστός και αυτό είναι ίσως και το πιο ενδιαφέρον σημείο του album. Αυτό που σίγουρα θα ξενίσει είναι η χρησιμοποίηση του ελληνικού (πάντα στο ίδιο νεοκυματικό κλίμα θεματικά, αλλά και με σύγχρονες ανησυχίες) στίχου - το κάνει ξεχωριστό, αλλά θέλει ακούσματα προκειμένου να τη συνηθίσει κανείς σε αυτές τις φόρμες - και αν βοηθούσαν περισσότερο κάποιες συνθέσεις και τα φωνητικά, ίσως μιλούσαμε για ένα μικρό ελληνικό διαμαντάκι. Ακόμα και έτσι όμως, με τις αδυναμίες του δηλαδή και τις αδιάφορες στιγμές του, αποτελεί μια πολύ καλή πρόταση για εκείνους που ψάχνουν το διαφορετικό.