Φρενήρεις ρυθμοί, αρχοντικά θέματα, και κάτι από τη μαγεία των Overkill και των Necrodeath, θα χαλαρώσουν τα μονίμως σταυρωμένα χέρια όσων θεωρούν τη διασκέδαση ταμπού στο black metal...
Lucy Dacus, Phoebe Bridgers & Julien Baker ενώνουν δυνάμεις για ένα indie supergroup, όμως η ομαδική προσπάθεια αλληλοεξουδετερώνει τις μεμονωμένες αρετές που έχουν παρουσιάσει στην προσωπική τους δισκογραφία...
Ένας εμπροσθοβαρής δίσκος, που αποτελεί αξιοπρεπέστατη (και βάλε) απόπειρα συνέχειας και εμβάθυνσης του πιο απτού και ανοιχτού πνεύματος του El Pintor (2014)...
Επιστρέφουν 24 χρόνια μετά και φέρνουν μια εναλλακτική ανάσα στο black metal, αγκαλιάζοντας τη λεπτοφυή υπερβατικότητα της Crepusculo Negro και την ωμή, κομψή απλότητα των πρώιμων Beherit...
Ανακυκλωμένες ιδέες και αδιάφορες μπαλάντες χαλάνε το εντυπωσιακό σερί των 5 συνεχόμενων νούμερο 1 άλμπουμ στην Αμερική, δείχνοντας ότι η μπάντα έχει βρεθεί σε αδιέξοδο...
Περνούν την underground οπτική τους στο σύγχρονο mainstream χωρίς μεγάλες απώλειες, προσφέροντας στο SoundCloud rap το ειδικό «βάρος» που έλειπε από πιο διαφημισμένες φιγούρες σαν τον Lil Peep και τον XXXTentacion...
Αν και η sci-fi ταπετσαρία ξεπέφτει μερικές φορές σε ένα ανούσιο retrowave κυνήγι, το τρίο από το Μπρίστολ εκπλήσσει εδώ με μελωδίες απρόβλεπτες, του είδους που μπορεί και να μουρμουρά κανείς στο μπάνιο του...
Συνθέτουν ένα χαρμάνι που προσπαθεί πολύ να περάσει ως παρδαλό και τρελούτσικο, μα τελικά αποδεικνύεται αληθινά (και τραγικώς ειρωνικά, δεδομένου του τίτλου) άχαρο...
Παρότι τα αισθητικά πλαίσια αποδεικνύονται αρκετά συγκεκριμένα, είναι δίσκος με πλούσιο συναισθηματικό διάκοσμο, αλλά και με μια ροϊκότητα ικανή να γοητεύσει, να συγκινήσει, να υπενθυμίσει και να ευθυγραμμίσει...
Με το "Rise Up" να τους χαρίζει τεράστια προβολή στην Αμερική λόγω της χρήσης του από το NASCAR, φτάνουν στο πιο συμπαγές τους άλμπουμ, αλλά και στο ταβάνι τους ως συγκρότημα...
Παρέδωσε ένα soundtack αντάξιο της ιδιοφυΐας του, ισορροπώντας ανάμεσα στις ιδιαίτερες συνθετικές απαιτήσεις μίας καλλιτεχνικής ταινίας τρόμου και στις προσδοκίες για έναν αυτόνομο κορμό τραγουδιών...
Για 5ο δίσκο σερί το αγγλικό γκρουπ θριαμβεύει στη βιτριολική γλωσσοπλασία και αποτυπώνει ηχητικά ένα πλούσιο θέατρο σκιών, που στα πιο οργιαστικά σημεία προσεγγίζει τη λογική των πρώιμων Emperor...
Απελευθερωμένοι από το άγχος του πειραματισμού, αξιοποιούν τα διδάγματα του Rave Tapes (2014) και κάνουν την έκπληξη, με μια άνετη μετάβαση από τη σινεφίλ κατηγορία στα παρεξηγημένα νερά του Χόλιγουντ...
Μπουχτίζεις λίγο μέσα σε όσα δοξάζουν τη θαυματουργή δύναμη της φούντας, όμως οι παράδοξες μελωδίες τους, οι ελλειπτικοί ρυθμοί και οι βρωμιάρικες πρόζες συνεχίζουν να έχουν αποτέλεσμα...
Χαρακτηριστικό δείγμα μέσης indie κυκλοφορίας των ημερών μας που ο διεθνής Τύπος «σπρώχνει» να φανεί ως κάτι παραπάνω, με καλές βάσεις, πάνω στις οποίες δεν αρθρώνεται όμως τίποτα το αξιομνημόνευτο...
Διατηρεί την αίσθηση ενός ολονύχτιου πάρτι ανάμεσα στα φυλλοβόλα δάση της βρετανικής επαρχίας, μα χάνεται τελικά σε κάτι που δεν είναι ακριβώς προβλέψιμο, αλλά ούτε και πρωτότυπο...
Μία από τις σημαντικότερες μεταλλικές σταθερές επιστρέφει με αναζωογονητικό, προοδευτικό thrash, θεματικά ριζωμένο σε μια δυστοπική, ελαφρώς cyberpunk θέαση του κοντινού μέλλοντος...
Δεν είναι πια εκείνο το υπερηχητικό παλληκάρι που θαύμασαν κάποτε ακόμα και οι εχθροί των Journey, είναι όμως βασικά το αποτύπωμα της δικής του φωνής που μένει από αυτόν τον αδιάφορο δίσκο επιστροφής...
Κουβαλάει μερικά από τα καλύτερα τραγούδια που έφτιαξε ή θα φτιάξει ποτέ ο Jason Pierce στη μετα-Spacemen 3 εποχή, βρίσκοντάς τον να βάζει νερό στο κρασί του μαξιμαλισμού που τον διακατέχει...
Ένας δίσκος που αποκρυσταλλώνει τον φόβο, την απελπισία, τη φρίκη, αλλά και την παράδοξη ιστορική γοητεία να είσαι μέρος του ανθρώπινου είδους στον πλανήτη Γη, το 2018...
Σελίδα 44 από 354
© 1996 - 2024 Avopolis. All Rights Reserved. Powered by Brainfoodmedia