Ένα διαδεδομένο κλισέ, θέλει κάποιες τουλάχιστον μουσικές να ταιριάζουν γάντι σε συγκεκριμένες εποχές: άλλες π.χ. δείχνουν ταμάμ για το καλοκαίρι, άλλες κολλάνε στο φθινόπωρο, άλλες κάνουν για χειμώνα και χουχούλιασμα. Είναι ασφαλώς μια φαιδρή κατηγοριοποίηση, που δεν έχει μεγαλύτερη αξία από την (εξίσου διαδεδομένη) χοντροκοπιά του «μας ταξιδεύει» ή το εκνευριστικό επίθετο «κινηματογραφικός».

Παρά ταύτα, πίσω από τέτοιες περιγραφές κρύβεται συνήθως μια δεδομένη διάθεση, την οποία απλά αστοχεί να περιγράψει επαρκώς ο γραφιάς που διαπράττει τα άνωθεν παραπτώματα. Ο φετινός ας πούμε δίσκος της Norma Winstone έχει μια διάχυτη μελαγχολία· μια ήσυχη, διακριτική, μοναχική μελαγχολία, την οποία τονίζει η λιτή ενορχήστρωση.

Το Descansado: Songs For Films είναι επίσης δίσκος αληθώς κινηματογραφικός, αλλά με μια αντίστροφη λογική της συνηθισμένης. Τη δηλώνει και ο υπότιτλος (γράφει «for», όχι «from»), αλλά δεν το πιάνεις πραγματικά πριν διαπιστώσεις ότι εδώ έχουμε κάμποσες ήδη γνωστές μελωδίες από soundtracks ταινιών, στις οποίες η Winstone προσθέτει (δικούς της) στίχους, μετατρέποντάς τις σε τραγούδια. Πρόκειται για ασυνήθιστη επιλογή, στον αντίποδα του γνώριμου δίσκου διασκευών σε standards σχετιζόμενα με το σινεμά –αν και υπάρχουν και δύο τέτοια εδώ: το "What Is A Youth?", γραμμένο από τον Nino Rota και τον Eugene Walter για την πολυσυζητημένη κάποτε εκδοχή του Franco Zeffirelli στον Ρωμαίο και την Ιουλιέτα (1968)· και το "His Eyes, Her Eyes" του Michel Legrand από το θρυλικό soundtrack του The Thomas Crown Affair (επίσης 1968).

Χωράει βέβαια μεγάλη συζήτηση αν τα τραγούδια τα οποία προκύπτουν με αυτόν τον τρόπο είναι προτιμότερα από την οργανική διάσταση των συνθέσεων του Rota, του Legrand, του Bernard Herrmann ή του Luis Bakalov. Η περίπτωση ας πούμε του βασικού θέματος του Taxi Driver (1976) στέκει καλύτερα ως έχει, παρά ως άσμα. Αλλού, όμως, η ποιητική διάθεση της Winstone πιάνει έξοχα το «κλίμα» των συνθέσεων και το πλαίσιο στο οποίο γράφτηκαν, δίνοντας πολύ καλά αποτελέσματα.

Στο "Descansado", ας πούμε, η μελωδία του Armando Trovajoli για το Ieri, Oggi, Domani του Vittorio De Sica (1963) δένεται με ταιριαστά λόγια για «halcyon days gone forever», περιγράφοντας ανθρώπους που μοιάζουν πια «like ships waiting for the tide». Ίσως σε πρώτη ματιά κάτι τέτοιο δεν κολλάει με την κωμωδία του De Sica, ωστόσο σε μια λιγότερο προφανή ανάγνωση τα ζευγάρια που ενσαρκώνουν η Sophia Loren και ο Marcello Mastroianni βρίσκονται όλα σε ένα μεταίχμιο, το οποίο καθορίζεται (και) από τον ταξικό παράγοντα, όσο κι αν κυριαρχεί το χιούμορ και η σεξουαλική επιθυμία. Αυτό σημαίνει ότι η Winstone επεκτείνει επιτυχώς μία από τις άδηλες πραγματικότητες του φιλμ. Ακόμα καλύτερα είναι πάντως τα αποτελέσματα στο "Il Postino", όπου δεν χρειάζεται καμία δεύτερη ανάλυση στους στίχους περί μοναξιάς, επιθυμίας και ελπίδας.

Ωστόσο η πραγματική «γεύση» του δίσκου δεν βρίσκεται στο πείραμα, αλλά στην επιτέλεσή του.

Η ίδια η Norma Winstone αναδεικνύεται σε εγγύηση επιτυχίας, καθώς στα 77 της χρόνια είναι ακόμα σε θέση να τραγουδά εξαιρετικά. Ο τρόπος της να διατυπώνει τις νότες και να «μπαίνει» στα κομμάτια παραμένει σε ζηλευτό επίπεδο, ο τόνος της αποτυπώνεται στιβαρός μα φινετσάτος την ίδια στιγμή, ενώ οι φωνητικοί αυτοσχεδιασμοί που προσφέρει π.χ. στο "Lisbon Story" των Madredeus (από την ομώνυμη ταινία του Wim Wenders, 1994) ακτινοβολούν τον μισό αιώνα εμπειρίας που κουβαλά υπηρετώντας τη βρετανική τζαζ. Ο άλλος πυλώνας του δίσκου, είναι οι ενορχηστρώσεις. Υπό την εποπτεία του Manfred Eicher ακούμε εξαιρετικά πράγματα εδώ, κυρίως από το σαξόφωνο και το μπάσο κλαρινέτο του Klaus Gesing· ενός μουσικού ευέλικτου, με εξαιρετική ικανότητα στη συναισθηματική αποτύπωση. Όχι ότι υπολείπονται ο Glaucio Venier (πιάνο), ο Helge Andreas Norbakken (κρουστά) και ο Mario Brunello (βιολοντσέλο), απλά μένουν νομίζω σε πιο στάνταρ ECM μοτίβα –παρότι υπάρχουν σημεία όπου τα κρουστά ειδικά, εκπλήσσουν.

Όπως ήδη ειπώθηκε, ο δίσκος επενδύει σε μια μελαγχολική διάθεση, με την οποία δεν μπορείς να ταυτιστείς ανά πάσα στιγμή σαν ακροατής. Είναι μια προσέγγιση καλά μεν χτισμένη από τη Winstone και τους συνεργάτες της, που όμως πληρώνει και το αναπόφευκτο(;) τίμημα μιας επιφανειακής μονοτονίας. Ο προσεκτικός ακροατής θα τη βρει βέβαια να σπάει με διάφορους τρόπους στην ενορχήστρωση, όμως σε πρώτο πλάνο αυτό δεν γίνεται πάντα αντιληπτό –κάτι που μαζεύει εν τέλει κάμποσες «ειδικές συνθήκες» προκειμένου να απολαύσει κανείς το Descansado: Songs For Films. Από την άλλη, δύσκολα επιτυγχάνει κανείς τέτοιου είδους διασκευές, που να «γδύνουν» τα πρωτότυπα τόσο αποτελεσματικά, κρατώντας τα συνάμα αναγνωρίσιμα.

ακούστε αποσπάσματα, πατώντας εδώ
 

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured