Πού τον χάνεις, πού τον βρίσκεις φέτος τον Damon Albarn. Συνεργασία με το κορίτσι-αποκάλυψη Kali Uchis στο “In My Dreams”, νέο άλμπουμ με τους Gorillaz και τώρα, στην εκπνοή της «κανονικής» διάρκειας της δισκογραφικής σεζόν, επιστροφή με το πιο ιδιαίτερο και υποτιμημένο του project, αυτό των The Good, The Bad & The Queen.
Ο χρόνος έχει τακτοποιήσει το ομώνυμο ντεμπούτο τους στο συλλογικό θυμικό των μουσικόφιλων, αλλά η απουσία κάποιας νέας ηχογράφησης εδώ και σχεδόν 12 χρόνια έχει προσδώσει διαστάσεις μυστηρίου στην ύπαρξη του βρετανικού supergroup. Όπως, επίσης, και μία αίσθηση περιέργειας (παρά ανυπομονησίας) για το πώς θα ακούγεται επιτέλους η καινούρια τους δουλειά, σε έναν κόσμο πολύ διαφορετικό από αυτόν στον οποίον γεννήθηκε η πρώτη.
Πολλά έχουν ήδη ειπωθεί για το Merrie Land, κυρίως από τους ίδιους τους δημιουργούς του. Είναι όμως πράγματι ένας «όμορφος και ελπιδοφόρος παιάνας για την Αγγλία του σήμερα» ή η ενήλικη εκδοχή του Parklife των Blur (1994), όπως ισχυρίζεται ο Albarn; Μήπως, περισσότερο, μοιάζει με μία εξερεύνηση της μπερδεμένης βρετανικής ταυτότητας; Μπορεί να είναι, άραγε, μία ποιητική καταγραφή της κατάστασης της χώρας λίγο πριν το Brexit; Ή ένα πολιτικό σχόλιο πάνω σε αυτό; Μήπως τελικά τα πράγματα είναι πιο απλά και πρόκειται απλώς για «μοντέρνα αγγλική folk με μερικές τζαμαϊκανές επιρροές», όπως δήλωσε ο μπασίστας τους (και πρώην Clash) Paul Simonon; Ή, ακόμη πιο λιτά, «ένας δίσκος με τον οποίο μπορεί να χορέψει ο κόσμος» σύμφωνα με τον βετεράνο Νιγηριανό ντράμερ Tony Allen;
Το πρόβλημα με το Merrie Land είναι πως ισχύουν από λίγο όλα τα παραπάνω, αλλά και τίποτα ακριβώς από αυτά. Οι ανησυχίες του Albarn γίνονται, φυσικά, σαφείς: τον ενδιαφέρουν πολύ οι λόγοι για τους οποίους οι συμπατριώτες του επέλεξαν να απομονωθούν από την υπόλοιπη Ευρώπη· και για να τους αναζητήσει ταξίδεψε στην επαρχία του Νησιού, αλληλεπιδρώντας με απλούς, καθημερινούς Βρετανούς. Αυτή την περιπλάνηση στις άκρες του Ηνωμένου Βασιλείου προς αναζήτηση απαντήσεων επιχειρεί να μεταφέρει ως ατμόσφαιρα και η αλήθεια είναι πως το πετυχαίνει. Τόσο με συγκεκριμένες στιχουργικές αναφορές, όσο και με έξυπνες, υπόγειες μουσικές μεθόδους, αναδεικνύοντας εξίσου τις μεταβλητές του χρόνου και του τόπου.
Έχουμε δηλαδή να κάνουμε με έναν δίσκο αγγλοσαξονικό μέχρι το μεδούλι. Τα ρομαντικά πνευστά στο "Gun To The Head", ο ναυτικός ηρωισμός που αποπνέει το "Drifters And Trawlers", ο φόρος τιμής στους Specials "The Truce Of Twilight", ενώνουν το βρετανικό παρελθόν με το παρόν, το οποίο σκιαγραφείται σε στίχους σχετικούς με μαχαιρώματα στο B-road και ψηφοφόρους του Brexit στη γειτονιά του Banbury. Είναι ένα κολάζ εκλαϊκευμένων ήχων και εικόνων που, περισσότερο, προσπαθεί να συλλάβει το κλίμα μίας χώρας σε υπαρξιακή κρίση (και να κατανοήσει τους λόγους για τους οποίους έφτασε σε αυτό το σημείο), παρά να επιτεθεί μετωπικά στους αληθινούς υπαίτιους. Αν και στο ομότιτλο τραγούδι συμβαίνει κι αυτό, σε φράσεις όπως «They are graceless and you shouldn’t be with them / Because they are all disconnected and raised up in mansions», με την οποία φωτογραφίζονται φυσικά οι πολιτικοί ηγέτες της Brexit ρητορικής.
Ωστόσο, πέρα από ένα δυνατό concept και ένα στιβαρό κλίμα υποστήριξής του, δεν μένουν πολλά να θαυμάσεις στο Merrie Land. To “Ribbons” είναι μία ακόμη από τις γνωστές, μελαγχολικές μπαλάντες του Albarn –αλλά έχει γράψει αρκετές καλύτερες. Το “The Last Man Τo Leave” προοριζόταν μάλλον για κάποιο μιούζικαλ εποχής, το οποίο δεν ανέβηκε ποτέ. Με εξαίρεση το αξιολάτρευτο “The Poison Tree”, οι συνθέσεις αποδεικνύονται αδύναμες σε γενικές γραμμές και δεν μπορούν να σταθούν από μόνες τους, παρά μόνο αν ενταχθούν στο θεματικό πλαίσιο που ορίζει ο δίσκος.
Το Merrie Land είναι προϊόν της εποχής του. Μετά την προφητική προειδοποίηση της PJ Harvey για μία Γηραιά Αλβιόνα υπό κατάρρευση (με το Let England Shake του 2011) και την περσινή έκκληση του Richard Dawkins για συσπείρωση σε κοινότητες ως μόνο αντίδοτο σε μία πολωμένη κοινωνία, η νέα δουλειά των The Good, The Bad and The Queen μπορεί να συγκαταλεχθεί σε μία σειρά δίσκων που προσπάθησαν να εμβαθύνουν στην ουσία μίας εθνικής αποτυχίας. Μπορεί το μήνυμα ενότητας του “Lady Boston”, στο οποίο μία χορωδία τραγουδάει στα ουαλικά «Dwi wrth dy gefn» (δηλαδή «καλύπτω τα νώτα σου» ή πιο ελεύθερα «στηρίζουμε ο ένας τον άλλον») να μην ακούγεται ιδιαίτερα πειστικό, αλλά στο τέλος, λένε, πως η τέχνη μιμείται την ίδια την ζωή. Και στην αληθινή ζωή, στον αληθινό κόσμο, οι άνθρωποι οχυρώνονται πράγματι πίσω από παγιωμένες ιδεολογικές ταμπέλες και διχάζονται για συμφέροντα που δεν είναι καν δικά τους.
Η «Χαρούμενη Χώρα» είναι μόνο μία νοσταλγική φαντασίωση και ο Albarn αυτό το αποτυπώνει γλαφυρά, παρά τις όποιες αστοχίες του δίσκου.
{youtube}6p1mq19htTc{/youtube}