Στις 11 Σεπτεμβρίου του 1974, 50 χρόνια από σήμερα, όταν ο Stephen Colbert ήταν 10 χρονών, «έχασε» τον πατέρα του και τα αδέρφια του Peter και Paul, σχεδόν συνομήλικα με εκείνον, όταν η πτήση 212 της Eastern Air Lines, δεν κατόρθωσε να προσγειωθεί στο Charlotte της North Carolina. Δεν επρόκειτο για ταξίδι αναψυχής, αλλά για ένα δρομολόγιο με σκοπό την εγγραφή των πιτσιρικιών σε σχολείο του Connecticut. «Ο πνιγμός μας συνειδητοποιεί, μας απελευθερώνει» ήταν κάτι που συζήτησε ο Colbert με το Nick Cave στην πολύ ωραία συνέντευξη που του πήρε και μπορείτε να παρακολουθήσετε και στο YouTube, χωρίς να αναφέρει κάτι για τη δική του απώλεια. Παρέλειψε αυτό το εκβιαστικό «κι εγώ», αφήνοντας το συνεντευξιαζόμενο να ξεδιπλώσει τις σκέψεις του, αφουγκραζόμενος το καίριο, αποφεύγοντας να υπαγορεύσει μια συνομιλία «συνενοχής». Άλλωστε η αφορμή αυτής της κουβέντας, όπως και να το δεις, ακόμη κι αν η αρχισυνταξία στριφογυρίσει γύρω από τα Red Hand Files κι από τη θεολογική αρματωσιά του Αυστραλού (εδώ και πολλά περισσότερα χρόνια, από την καινοφανή αποτίμησή της), ήταν η προώθηση της νέας του κυκλοφορίας, 18ης studio υπό το σχήμα Cave/Bad Seeds (ουσιαστικά της υποστάσεως μετα-Harvey, χοντρικά δηλαδή της μορφής από το Push the Sky Away έως και σήμερα), με τίτλο Wild God.
Δεν έχει κανένα ενδιαφέρον τι διεκδικεί το ακροατήριο από το παροντικό ή παρελθοντικό είδωλο του. Ποια αλήθεια του απαιτεί, πως «σκυλεύει» τα πεπραγμένα του, πως ερμηνεύει και αιτιολογεί τις εξωμουσικές θέσεις του. Στη συνέντευξη που έδωσε στο Σπήλιο Λαμπρόπουλο, για λογαριασμό της Καθημερινής, μίλησε για το αν ανησυχεί για το τι πιστεύουν οι άλλοι για εκείνον, για τους όρους της διαδικασίας με τους οποίους θεωρεί ότι διατηρείται η μπάντα, το δημιουργικό ενδιαφέρον. Mπορείτε να τη διαβάσετε κι είτε να αντιληφθείτε την ειλικρίνεια του, είτε να του κλείσετε κατάμουτρα την πόρτα. Όσο μικρή αξία -όπως κι αν ακουστεί- έχει μια «ουμανιστική» λατρευτική προσέγγιση, μια θεώρηση «από οίκτο» στην εργογραφία του μετά το χαμό των παιδιών του, άλλο τόσο έχει κι ο χλευασμός κι η εχθρότητα απέναντι στο βιβλικές του μεταφορές. Στο κάτω-κάτω, αν αυτή η εκκλησιαστική αίσθηση, αν η ιερότητα ως συγκολλητικός μπούσουλας υπονομεύει ένα καλλιτεχνικό έργο, η όποια μομφή απέναντι της, ας σταθεί κι απέναντι στη gospel δισκογραφία, στον χριστιανικό Dylan, και σε ότι έχει μεταλάβει ο Cave ως ακροατής μουσικών με μεταστροφές ή εξαρχής προσεγγίσεις προς τα «θεία». Το αναφέρω ως απολύτως αντιρρησίας της θέσεως του Αϊνστάιν περί θεού και ζαριών μεν, μα και ως ακροατής με ροπή στην παρακαταθήκη των Staple Singers ή του πάστορα T.L. Barrett.
“Kris Kristofferson walks by kicking a can” τραγουδά προς το τέλος του “Frogs”, και κάπως έτσι μπορεί να φτάσεις στην ιστορία του “Sunday Mornin’ Comin Down” που υπέγραφε ο τύπος, ο οποίος λίγα χρόνια μετά θα έλεγε πως “Jesus Was A Capricorn”. Μα παραλλήλως καταλήγεις σε ένα από τα είδωλα του Cave, τον Johnny Cash. Αυτή η αλληλουχία είναι υπεραρκετή για να εξηγήσει τελικώς πολύ περισσότερα για το τι συνέβη στο σύνολο του Wild God, μπαίνοντας επιτέλους στο ψητό και αποφεύγοντας την περαιτέρω εκκλησιαστική φλυαρία (στο Quietus προσέγγισαν καλύτερα το προκείμενο με τέτοια εργαλεία). Ο Cave κλωθογύρισε στο σύμπαν του, ή καλύτερα στη μορφή αυτού μετά το Skeleton Tree σημείο, και χωρίς μεταμορφώσεις, έφτιαξε ένα δίσκο με τις σίγουρες «ατμόσφαιρες» που υπαγορεύτηκαν, καλώς ή κακώς, από το laid-back ασυνείδητό του. Αυτό που κοινώς ονομάζει ως “joyful” ή “uplifting”, ως άλλοτε εύθραυστο, μα και γειωμένο, ηχεί τουλάχιστον στο φορμαλιστικό σκέλος σαν κάτι που δε χρειάστηκε καν να παιχτεί. Η παρέα των τωρινών Bad Seeds, αρκέστηκε στο να χαλιναγωγεί ατμόσφαιρες, βασίστηκε πάνω στο άμεσο, στο αληθές, στο βιωμένο των λόγων του Cave, στη συνοδευτική καταγραφή αυτού, μα τελικώς σε μια καλλιτεχνική υπεκφυγή. Με το “Conversion” ως πραγματικά ξεχωριστή στιγμή, η έπειτα από πέντε χρόνια μετά το Ghosteen δισκογραφική παρουσία του group, κατορθώνει να πορεύεται ως λυτρωτική ελεγεία ελέω καλλιγραφικού ύφους, παρά ως ένα σύνολο νεοσύστατων δημιουργημάτων, ως ένα διαλεχτό αποτέλεσμα τραγουδιών με αξιώσεις.
Για να είμαστε ξηγημένοι, ο τυπικός κριτικός πήχυς στέκει εν προκειμένω σε τρία σημεία. Στη δισκογραφία του Cave, στα long play που μπορεί να ακούσει κανείς φέτος και στους δίσκους που μπορεί να μετρήσει ως πανάξιους σε όλη του τη ζωή. Ερμηνεύοντας από αυτό το πρίσμα, είτε συμπαθών είτε όχι, είτε ακούει τη φωνή της Anita Lane ως φθηνό κόλπο, ως στρίψιμο της βίδας, ή ως γλυκιά υπόμνηση, έχει περάσει τρία τέταρτα της ώρας που ενώ δεν θα αποβούν καθοριστικά, αν μη τι άλλο θα προσφέρουν μια καταπραϋντική οικειότητα. Τουλάχιστον ως υπογράφων, αδυνατώ να ρίξω πια ανάθεμα σε δίσκους που επιτυγχάνουν έστω αυτό, πολλώ δε μάλλον όταν γνωρίζω την αληθινά παρηγορητική επίδραση αυτής της φωνής σε περιπτώσεις χαμένες από χέρι. Επομένως αν πάρουμε τον κανόνα «όποιος αμφιβάλλει πιστεύει, όποιος δεν πιστεύει μένει μεγαλύτερο διάστημα πιστός», στην περίπτωση του Cave δόγματος, ας διατηρούμε τις αμφιβολίες μας για να παραδεχτούμε πως δεν αναζωπυρώθηκε το όποιο ενδιαφέρον στη δισκογραφία του φίλου μας, παρά μονάχα συντηρήθηκε η πίστη μας αυτή καθαυτή.