Την εποχή που τα ημερολόγια γύριζαν φύλο από την δεκαετία του ‘80 σε εκείνη του ‘90, στην ακόμη κραταιά ως καθοριστής των μουσικών τάσεων Γηραιά Αλβιώνα, είχε δώσει τα πρώτα του δείγματα ένα νέο micro-genre (ακόμη) της εναλλακτικής rock υπό την υποτιμητική υποτίθεται ονομασία shoegaze. Κάτι περισσότερο από 30 χρόνια αργότερα, έχει αποδειχθεί παρασάγγας ανθεκτικότερο των κινημάτων που φάνηκε τότε να το εκθρονίζουν, η britpop και η grunge στην απέναντι πλευρά του Ατλαντικού αντίστοιχα.
Οι εμβληματικοί Slowdive υπήρξαν οι σημαντικότεροι εκφραστές της πιο αιθεριας τάσης στο ιδίωμα, εκεί που τα άλλα δύο μέλη της "Αγίας τριάδας" της shoegaze, My Bloody Valentine και Ride ήταν θιασώτες της κιθαριστικής παραμόρφωσης και των υψηλών εντάσεων. Όπως όμως προαναφέρθηκε, πολύ σύντομα τα πράγματα έδειχναν πως το ιδίωμα μαζί με τους εκφραστές του θα περνούσε στην ιστορία, και έπειτα από δύο αναγνωρισμένα ως κλασσικά πλέον άλμπουμ (Hust ForA Day και Souvlaki) συν ένα που μάλλον πέρασε απαρατήρητο στην εποχή του (Pygmalion), οι Slowdive τερμάτισαν τη διαδρομή τους.
Θα χρειαζόταν να περάσουν κοντά 20 χρόνια, και αφού το ιδίωμα έδειχνε να αναβιώνει, με την εμφάνιση νέων σχημάτων αλλά και τους My Bloody Valentine να κάνουν την επανεμφάνισή τους εν μέσω διθυράμβων, για να υπάρξουν οι κατάλληλες προϋποθέσεις και για την επανένωση των Slowdive, οι οποίοι σύντομα επέστρεψαν στην δισκογραφία με το τέταρτο, ομώνυμο άλμπουμ τους. Το Slowdive ήταν απόδειξη ότι η μπάντα όχι απλά ήταν ξανά εδώ, αλλά σε πλήρη δημιουργική φόρμα, αφού το Slowdive ελάχιστα, εάν καν, υπολοιπόταν από τα θρυλικά εκείνα πρώτα δύο άλμπουμ.
Ήταν στο ξεκίνημα της δεκαετίας που διανύουμε όταν η μπάντα από το Reading ανακοίνωσε ότι δούλευε επάνω σε ένα νέο άλμπουμ, αλλά ίσως κάτι η πανδημία, κάτι ο χαμός του πατέρα του Simon Scott και της μητέρας της Rachel Goswell, στους οποίους και είναι αφιερωμένη η τελευταία αυτή δουλειά της μπάντας, φτάσαμε στην αρχή του καλοκαιριού για να μοιραστούν μαζί μας τα πρώτα δείγματα από το Everything Is Alive.
Το νέο άλμπουμ των Slowdive φανερώνει τα χρώματά του, ή για να είμαστε πιο ακριβείς, τις υφές του, από το εναρκτήριο κιόλας "Shanty", οι κιθάρες του οποίου ενίοτε μοιάζουν να προμηνύουν κάποια ηλεκτρική καταιγίδα, όμως τελικά σε συνδυασμό με τα synths και τους ταλαντευόμενους στο reverb και echo αρπισμούς τους δημιουργούν μια διαυγή και γαλήνια υφή, σαν την υδάτινη επιφάνεια των κρυστάλλινων νερών που φανερώνουν σε όλο του το μεγαλείο τον ραβδωτό αμμουδερό βυθό της πιο παρθενας γαλαζοπράσινης λιμνοθάλασσας. Κι είναι λίγες οι φορές κατά τη διάρκεια του "Everything Is Alive" που το rhythm section με κάποια αποφασιστικότητα ταράζει αυτή τη γαλήνη δίνοντας μια κάποια δυναμική στα κομμάτια, παρά μονάχα στα ssingles "Alife", "Skin In The Game", “The Slab”, και (κορυφαίο του άλμπουμ) "Kisses".
Πρόκειται για αδιαμφισβήτητα όμορφες ηχητικές υφές που πλέκουν εδώ οι βετεράνοι Slowdive, οι οποίες ανταμείβουν την προσεκτική κι επαναλαμβανόμενη ακρόαση, σε ένα άλμπουμ που είναι ακόμη και για τα δικά τους δεδομένα πολύ αιθέριο, χωρίς να φτάνει στο επίπεδο του σχεδόν ambient Pygmalion, αλλά τελικά φαντάζει ρηχό όσο εκείνη η λιμνοθάλασσα της παραπάνω παρομοιωσης: Όσο όμορφη και να είναι η θέα, η αταραξία των νερών δεν καταφέρνει να προξενήσει πολλές συγκινήσεις.
Οι πολέμιοι του ιδιώματος την εποχή της παρακμής του, όταν είχαμε περάσει στην εποχή της grunge και έκφρασης/εξορκισμού κάθε αρνητικού συναισθήματος μέσα από οργισμένη και αγχώδη μουσική, κατηγορούσαν σχήματα σαν τους Slowdive πως το μόνο που προσφέρουν είναι αισθητική απόλαυση. Όσο οι Slowdive το πραγμάτωναν τόσο μαεστρικά όσο στις καλύτερες τους στιγμές στο παρελθόν, λίγες αντιρρήσεις ή παράπονα μπορούσε να έχει κανείς απέναντι σε αυτή την απόλαυση. Όμως είναι βαριά η σκιά που πέφτει στο Everything Is Alive, είτε έρχεται από μακριά, είτε από λίγα μόλις χρόνια πριν (το ‘17), και κάτω από αυτή καθίσταται συγκριτικά ανεπαρκές.