Τελευταία πρέπει να ακούω το “Cherry-Coloured Funk” των Cocteau Twins ίσα με δέκα φορές την ημέρα. Το λατρεύω αυτό το τραγούδι. Νομίζω, μάλιστα, πως λειτουργεί ως μαξιλαράκι ασφαλείας κάθε φορά που ακούω κάτι νέο στο αυτί μου και δεν νιώθω να με κερδίζει. Επιστρέφω, με άλλα λόγια, στην σίγουρη ζεστή αγκαλιά των Cocteau και του προαναφερθέντος κομματιού που ενέχει θέση «εναρκτήριου λακτίσματος» για το αριστουργηματικό Heaven or Las Vegas. Αυτή βέβαια, και εν προκειμένω, είναι μια άλλη εντελώς συζήτηση. Ή μήπως τελικά δεν είναι;
Τους the Order of the 12 ομολογώ πως δεν τους γνώριζα μέχρι να μου τους συστήσει η φανταστική συνεργάτιδα Τάνια Σκραπαλιώρη. Και κάπως έτσι μπήκα στην διαδικασία να ακούσω το ντεμπούτο τους Lore of the Land για να ανακαλύψω μέσω Discogs ότι δεν μιλάμε τελικά για συγκρότημα αλλά για το προσωπικό όχημα του Λονδρέζου Richard Norris (βρετανός παραγωγός, μουσικός, συγγραφέας και DJ, κομμάτι των Psychic TV κατά την Jack the Tab περίοδο καθώς και ιδρυτικό μέλος του ηλεκτρονικού dance γκρουπ the Grid). O Richard Norris, λοιπόν, συγκέντρωσε πλάι του δυο κιθαρίστες (τους Richie Crago και Stuart Carter), την Rachel Thomas στα φωνητικά και με τον ίδιο στα πλήκτρα, τα κρουστά και την παραγωγή έδωσε σάρκα και οστά στο δικό του folk όραμα. Με πολύ λίγα λόγια αυτό είναι το project the Order of the 12 και με ακόμα λιγότερες λέξεις αυτό είναι το ντεμπούτο τους άλμπουμ.
Οφείλω να ομολογήσω πως κατά την πρώτη ακρόαση του Lore of the Land έφτασα κοντά στο να καταφύγω στο προσωπικό δικό μου μαξιλαράκι ασφαλείας που λέγεται “Cherry-Coloured Funk” (κι εδώ κάπου κολλάει ο πρόλογος του κειμένου). Έλα όμως που έχω τυφλή εμπιστοσύνη στην Τάνια ενώ παράλληλα κάτι μέσα μου έλεγε να δώσω κι άλλη ευκαιρία στο άλμπουμ. Η αλήθεια είναι ότι έδωσα και δεύτερη και τρίτη ευκαιρία ώσπου, τελικά, τόσο η Τάνια όσο και η επιμονή μου δικαιώθηκαν απόλυτα. Γιατί οι συγκεκριμένες folk μελωδίες προφανώς και δεν ανακαλύπτουν τον τροχό (κλισέ κριτικής) αλλά είναι τόσο καλοφτιαγμένες, τα φωνητικά τόσο ζεστά και καταπραϋντικά, τα κρουστά τόσο καλοστημένα και οι ακουστικές κιθάρες τόσο όμορφες που, εν κατακλείδι, δεν γίνεται να μην σου αρέσει αυτός ο δίσκος.
Με άλλα λόγια, και ως σύνοψη, μιλάμε για έναν δίσκο απλής ομορφιάς (“the Far Too Simple Beauty” όπως είχαν γράψει και οι αγαπημένοι Trembling Blue Stars στο ντεμπούτο δίσκο τους) που ωριμάζει μέσα σου με τον χρόνο ενώ παράλληλα λειτουργεί καλύτερα ως σύνολο παρά σε μεμονωμένες στιγμές, αν και θαρρώ πως το “Wishing Well” είναι η πλέον δυνατή στιγμή του άλμπουμ. Στην ουσιαστική, πλέον, ερώτηση του αν αξίζει ο δίσκος τον πολύτιμο χρόνο του ακροατή (έχει άλλωστε ειπωθεί και σε παλαιότερα κείμενα πως η πληροφορία πλέον είναι τεράστια και η επένδυση χρόνου στην ακρόαση υπερπολύτιμη) τότε η απάντηση είναι πως αξίζει και με το παραπάνω.
https://open.spotify.com/artist/4LYPXg2w6TXAc32aqbwOGl
‘Ακου και αυτό: Lady & Bird – Lady & Bird (2003), Jenny Wilson – Love And Youth (2005), El Perro Del Mar – El Perro Del Mar (2006), the Bird and the Bee – the Bird and the Bee (2007)