Από τον περασμένο Μάρτιο, με την έναρξη των νέων ηθών που έφερε το lockdown και την κυκλοφορία του πρώτου, πολλά υποσχόμενου “Atlas", τα singles των Bicep από το πολυαναμενόμενο δεύτερο ολοκληρωμένο άλμπουμ τους, κυκλοφορούσαν ένα-ένα, σπάζοντας τη μονοτονία των ήσυχων βραδιών της καραντίνας και φέρνοντας στο μυαλό περασμένες νύχτες, πολύ πιο ανήσυχες, που όλα έμοιαζαν δυνατά. Το Isles, το δεύτερο ολοκληρωμένο άλμπουμ του εκρηκτικού dance ντουέτου από το Μπέλφαστ, συγκέντρωσε επιτέλους όλο αυτό το βασανιστήριο της σταγόνας, φιλοδωρώντας επιπλέον τους φανατικούς τους με ενδιαφέρουσες εκπλήξεις, που ανεβάζουν τον δίσκο πολύ πιο πάνω από την αντικειμενική του απόδοση.
Είναι γεγονός ότι το Isles -αναγκαστικά, λόγω και της τρέχουσας συγκυρίας- παίζει σε κατηγορία-κόντρα ρόλο για τους Bicep, την οποία αυτοσχεδιαστικά θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε «dance δωματίου». Μακριά πια από την έξαψη της χορευτικής αρένας και των φεστιβαλικών stages και την ιδρωμένη ευφορία των μικρών και μεγάλων clubs όλου του κόσμου, o Matt McBriar και ο Andy Ferguson κλείστηκαν στο studio τους στο Λονδίνο, προσπαθώντας να προσαρμόσουν τις επικές τους φόρμες στις συναισθηματικές απαιτήσεις των καιρών. Και μπορεί να μην τα καταφέρνουν πάντα -βλέπε την «εύκολη» μελαγχολία του ‘’Cazenove”- κάνουν όμως ό,τι μπορούν για αυτό το πολυπόθητο ένα βήμα παραπέρα που στοιχειώνει οποιονδήποτε μουσικό, καλλιτέχνη ή act έχει την ευλογία και κατάρα να έχει δημιουργήσει εξαρχής έναν προσωπικό ήχο που τον ξεχωρίζει και τον ανεβάζει με το καλημέρα, κρεμώντας ωστόσο απειλητικά πάνω από την επιτυχία του τον αμείλικτο πέλεκυ της μανιέρας.
Πέρα από την κλασική πια “feel my Bicep” συνταγή που πέτυχε όσο λίγες στα πρόσφατα χρόνια (η οποία και να ήθελε δεν μπορεί να κρυφτεί -τουλάχιστον όχι όσο υπάρχουν trance anthems όπως το “Apricots”), το ντουέτο κάνει μια φιλότιμη προσπάθεια να βαθύνει τον ήχο του και να χτίσει την υποδομή για την αποκάλυψη κι άλλων πτυχών του, κυρίως μέσω μιας καλοστημένης στρατηγικής δημιουργικών συμπράξεων. Κορυφαία στιγμή αυτής της διαδικασίας είναι η απρόσμενη, εξαιρετική συνεργασία με την συνθέτρια και τσελίστρια Julia Kent που συνεισφέρει με υπέροχο τρόπο τις αιθέριες υφές της στo techno template του “Rever”, το οποίο μαζί με το υποδειγματικής οικοδόμησης ηλεκτρονικό τοπίο του “X” αποτελούν το αδιαμφισβήτητο επίκεντρο του δίσκου –κυριολεκτικά και μεταφορικά.
Με το Isles οι Bicep δηλώνουν έτοιμοι να αντιμετωπίσουν τις μετασχηματιστικές προκλήσεις των καιρών και να μεταφέρουν τον ήχο τους σε εναλλακτικά τερέν εκτός dancefloor. Δεν το κάνουν με το μεγαλείο και το πάθος του ομώνυμου ντεμπούτου τους αλλά με μια αξιόλογη διερευνητική τακτική που συντηρεί πλήρως το μύθος τους. Και ναι αυτός ο μύθος έχει πολύ καλές πιθανότητες να «κουράσει» στο εγγύς μέλλον, όμως η αυθόρμητη έλξη που εξακολουθεί να ασκεί στο θυμικό του ακροατή, δείχνει ξεκάθαρα πώς δεν έχει φτάσει ακόμη σε αυτό το σημείο.