Αν το αριστουργηματικό Carrie & Lowell του 2015 είχε χαιρετιστεί ως η επιστροφή του Sufjan Stevens στις folk καταβολές του, το φετινό The Ascension αποδεικνύεται ένα ακόμα κραυγαλέο U turn, προσεγγίζοντας τους ηλεκτρονικούς πειραματισμούς του The Age of Adz (2010). Πιστός στο δισκογραφικό του ραντεβού (που από το 2005 ανανεώνεται κάθε πενταετία, υπολογίζοντας μόνο τις solo κυκλοφορίες), ο σπουδαίος τραγουδοποιός αυτή τη φορά αφήνει στην άκρη μπάντζο και ακουστικές κιθάρες και εφευρίσκει έναν ήχο πυκνό σε synths, ambient electronics, drum machine ρυθμικές βάσεις, αλλοιωμένες φωνητικές ηχογραφήσεις, αλλά και ορισμένα ατόφια οργανικά στοιχεία, ως αναλογικό αντίβαρο στην ψηφιοποίηση του ήχου του.
Η χρήση του ρήματος «εφευρίσκει» δεν είναι τυχαία. Το ηχητικό αποτύπωμα του Sufjan Stevens ήταν πάντα μοναδικό, δείγμα μιας γνήσιας, αυτόφωτης δημιουργικής δύναμης, αλλά στην προκειμένη περίπτωση, έχουμε να κάνουμε περισσότερο από ποτέ με μια ηχητική πρόταση που βρίθει από επιρροές, μα δεν μπορεί να τοποθετηθεί δίπλα σε καμία από αυτές ως «παρόμοια».
Στις μουντές, αστικές ατμόσφαιρες που πλάθει ο 45χρονος μουσικός στο The Ascension, οι ψυχρές ηλεκτρονικές υφές συνυπάρχουν με την ξέπνοη ευαισθησία του. Ο ήχος του δίσκου σε μεταφέρει νοητά σε κάποια δυστοπική, cyberpunk μητρόπολη του μέλλοντος, με τον Sufjan Stevens να πασχίζει να κοινωνήσει το ανθρώπινο, ενάντια στο ψυχικό μούδιασμα που έχει επιφέρει η τεχνολογική αποξένωση. Η «πάλη» των δύο κόσμων ακούγεται καθαρά στο “Ativan”, όπου η μελωδική του ερμηνεία πατάει σε ένα αγχωτικό πλέγμα ηλεκτρονικών ήχων, αργότερα διακόπτεται από μια επιτηδευμένα κακόηχη, industrial γέφυρα που τα απορυθμίζει όλα, για να καταλήξει στην οργανικότητα, χάρη σε ένα γαλήνιο outro εγχόρδων.
Η δε ανάγκη του για ανθρώπινη επαφή «φωνάζει» σε όλη τη διάρκεια του δίσκου. Είτε όταν ζητά επίμονα μια ομολογία αγάπης στο “Tell Me You Love Me”, είτε όταν καλεί για μια «προσφορά που δεν θα μπορέσει να αρνηθεί» στο εναρκτήριο κομμάτι, είτε όταν καμουφλάρει την ανάγκη για αγάπη, καλοσύνη και αγνότητα πίσω από το λεκτικό εύρημα της ζάχαρης, στο “Sugar”. Πολύ περισσότερο, μάλιστα, ακούγεται ως απεγνωσμένος πομπός έμψυχων σημάτων όταν επιστρατεύει την ισχύ της επανάληψης για να επικοινωνήσει το μήνυμα του. Στο “Run Away With Me”, ένα από τα ομορφότερα κομμάτια του δίσκου, η φράση ακούγεται 16 φορές, ενώ τα σχεδόν 6 λεπτά του “Die Happy” δεν περιέχουν κανέναν άλλο στίχο, πέρα από την επανάληψη του «θέλω να πεθάνω ευτυχισμένος», συμπυκνώνοντας σε μια φράση έναν από τους βασικότερους πυρήνες της υπαρξιακής αγωνίας του ανθρώπου. Το τελευταίο, ασφαλώς, έρχεται να κουμπώσει στο (πανταχού παρόν στη δισκογραφία του Sufjan Stevens) θρησκευτικό στοιχείο, το οποίο στην εν λόγω κυκλοφορία υπογραμμίζεται όχι μόνο μέσα από τον τίτλο και τις στιχουργικές αναφορές, αλλά και από τα χορωδιακά φωνητικά, που ηχούν «θαμπά» στο υπόβαθρο σε διάφορα σημεία του δίσκου, δημιουργώντας μια κατανυκτική αύρα.
Το άλλο αξιοσημείωτο στο The Ascension, δεδομένης της κληρονομιάς του δημιουργού του, είναι ότι κάποιες από τις καλύτερές του στιγμές προκύπτουν από ρυθμικές αφετηρίες και όχι από μελωδικές. Το εθιστικό single “Video Game” αγγίζει τα όρια του χορευτικού, ενώ στο δίδυμο “Death Star”/“Goodbye To All That”, όπου το δεύτερο εκκινά ως οργανική συνέχεια του πρώτου, ο δίσκος πιάνει φωτιά με βιομηχανικά beats που θα περίμενε κανείς να βρει κάπου στον κατάλογο της Hyperdub, η σε μια ενδεχόμενη pop στροφή του Andy Stott.
Είναι πάντως γεγονός ότι ανάμεσα στις αξιομνημόνευτες στιγμές που έχει να προσφέρει ο δίσκος, κατοικοεδρεύουν και αρκετές που περισσότερο τον βλάπτουν, παρά του προσθέτουν: ιδέες που δεν βρίσκουν τον δρόμο τους, πλαδαρά κομμάτια, κοιλιές σε επίπεδο ροής που δυσχεραίνουν την ακρόαση. Τα 80 του λεπτά, διάρκεια εντελώς οριακή για έναν μονό δίσκο, εντέλει είναι αμφίβολο ότι δικαιολογούνται.
Επίσης γεγονός είναι ότι ακόμα και στις καλές του στιγμές, το The Ascension αποδεικνύεται κάπως χαμηλή πτήση για τον Sufjan Stevens του Illinois, του Michigan και του Seven Swans. Παρόλα αυτά, καταφέρνει και στέκεται με αξιοπρέπεια δίπλα στους προηγούμενους σταθμούς της δισκογραφίας του, ως μια εμπνευσμένη πρόταση με μοναδικό ηχόχρωμα, εξαιρετική αισθητική και αρκετές αξιόλογες κορυφές.