Αν αναλογιστούμε πως το νέο αυτό supergroup τρίο (sic) περιλαμβάνει φίλους από τα μαθητικά χρόνια - δεν χρειάζονται συστάσεις για τον frontman των Interpol - Paul Banks και τον Matt Barrick (πρώην drummer των Walkmen), μαζί με τον Josh Kaufman (μέλος ενός άλλου folk/americana supergroup που κυκλοφόρησε επίσης φέτος το ντεμπούτο του, των Bonny Light Horseman), θα περίμενε κανείς περισσότερο buzz για τους Muzz. Ωστόσο, το ομότιτλο ντεμπούτο του γκρουπ καταφθάνει αθόρυβα με μία μετριοπάθεια και ταπεινότητα η οποία αντανακλάται και στη ψυχή του υλικού του. Ο δίσκος δεν ποντάρει ούτε στις σπουδαίες, πρωτότυπες συνθέσεις, ούτε σε κάποια τυπική, σουπεργκρουπική φούρια, αλλά παίζει όλα τα χαρτιά του στην οικειότητα, τη ζεστασιά και τη θαλπωρή που προσφέρουν τα βασικά του συστατικά. Αυτά είναι, η φωνή του Paul Banks, η οποία αναγκάζει τον οργανισμό σε μία αλυσίδα από αντανακλαστικές, χημικές αντιδράσεις με τον ίδιο τρόπο που το κάνει αυτή του Thom Yorke, ένα κράμα από ανθεμικές indie κιθάρες στη μέση της απόστασης Interpol/Walkmen (“Red Western Sky”, “Knuckleduster”, “All Is Dead To Me”), αλλά κυρίως, στη χημεία αυτής της ομάδας, η οποία διαποτίζεται στα folk-ish rock τραγούδια της υπό μία ζεν αίσθηση αγορίστικης συντροφιάς. Σαν να πίνεις τα bourbons με τη παρέα σου γύρω από τη φωτιά σε ένα ρουστίκ ημι-αγροτικό, ημι-αστικό καταφύγιο, και να μοιράζεσαι καλά κρυμμένα μυστικά,, ενώ το βραδινό σιγοψήνεται (“Patchouli”, “Broken Tambourine”, “Summer Love”). Μπορεί το ντεμπούτο των Muzz να ηχεί μερικές φορές ως ακόμη ένας generic δίσκος εναλλακτικού ελιτισμού που δημιουργεί «κινηματογραφικό κλίμα» από τρεις βετεράνους της indie σκηνής των zeros, αλλά είναι ένα άλμπουμ που εμπνέει γενναιοδωρία και διαθέτει ουσιαστικό λόγο ύπαρξης. Ναι, οι Muzz αξίζουν περισσότερο buzz.
Άκου κι αυτό: Interpol - Our Love To Admire (2007), The Walkmen - Heaven (2012), The National - Sleep Well Beast (2018)