Όταν επιστρέφει στη δισκογραφία ένα όνομα με το βεληνεκές του Ozzy Osbourne, οι ατσάλινοι μηχανισμοί της βιομηχανίας επιβάλλουν τη θέλησή τους ακόμα και σε αυτούς τους αυτονομημένους ιντερνετικούς καιρούς, «υποχρεώνοντας» όποιο μέσο θεωρείται μεγάλο να γεμίσει τις ειδήσεις του με το πρόσωπο και τους ήχους του καλλιτέχνη. Η αποτίμηση του άλμπουμ, όταν τελικά βγει, θεωρείται δεύτερης μοίρας. Έστω κι αν δεν αφεθεί στα φανμποϊλίκια και στο έκλυτο συναίσθημα που έχει τσακίσει πια τη μουσική κριτική, κάνοντάς την πιο ανυπόληπτη από ποτέ καθώς μπαίνουμε σε μια νέα δεκαετία.

Ακόμα πάντως κι αν συμφωνήσουμε ότι η κριτική δεν είναι ούτε κουίζ τύπου «πόσα επίθετα ξέρω», ούτε χώρος για αισθηματίες ανίκανους να αξιοποιήσουν τα εργαλεία της λογικής με τα οποία λειτουργεί κάθε (σοβαρός) δημόσιος διάλογος, περιπτώσεις σαν του Ozzy Osbourne δεν είναι εύκολες. Γιατί χρειάζεσαι και βιωματικές γνώσεις για τη μέχρι τώρα πορεία, τις οποίες ποτέ δεν θα σου δώσει καμία Wikipedia, αλλά χρειάζεσαι και δεξιότητες έμπειρου σκιέρ ώστε να κινηθείς ανάμεσα σε ερωτήματα που πέφτουν βροχή, προκειμένου να αναζητήσεις απαντήσεις –τόσο για σένα, όσο και για τους αναγνώστες σου. Μερικές μάλιστα από αυτές δεν θα τις βρεις μέχρι (ίσως) να βγει κάποιο ντοκιμαντέρ ή κάποια επετειακή επανέκδοση, εφόσον το Ordinary Man δεν είναι απλώς το νέο άλμπουμ ενός φτασμένου βετεράνου, αλλά και το πιο πρόσφατο προϊόν στο brand «Ozzy Osbourne», αποφασισμένο σε πολύωρα κορπορατικά μίτινγκ, όπου η αξία της περιεχόμενης μουσικής δεν βρισκόταν καν στην ατζέντα συζήτησης.

Ακριβώς όμως επειδή ισχύει και μια τέτοια παράμετρος, έχει νόημα να τονίσουμε ότι το Ordinary Man δεν έχει ολοκληρωτικά παραδοθεί στα κόλπα της εκκωφαντικά καλογυαλισμένης παραγωγής των Andrew Watt & Louis Bell (όπως την ορίζει το εναρκτήριο "Straight To Hell") και στις αποφάσεις όσων επαγγελματιών της μίξης κλήθηκαν να αποφασίσουν πού λ.χ. θα «στρώσουν» τη φωνή και πόσο μπροστά θα βρίσκεται.

Υπάρχει βέβαια κι αυτή η διάσταση (η προκάτ, αν θέλετε), όπως και ένας γενικότερος σχεδιασμός να παρουσιαστεί ο Ozzy Osbourne ως άφθαρτος μα οικείος Μύθος, ο οποίος αναδύεται ξανά μέσω στοχευμένων επικλήσεων σε διάφορες εκφάνσεις του, πότε αντανακλώντας τη Black Sabbath κληρονομιά και πότε τον ήχο σημαντικών προσωπικών δίσκων –αν και ως «πατέντα» χρησιμοποιείται μάλλον το No More Tears (1991), παρά το Blizzard Of Ozz (1980) ή το Bark At The Moon (1983). Τελικά, όμως, τα πάντα δομούνται έτσι ώστε να του επιτρέψουν να το πάρει πάνω του. Και είναι τέτοια η φωνητική του φόρμα εδώ και τόσο μεταδοτικό το κέφι του, ώστε αποτυπώνεται αβίαστα ως το «crazy train» που πολλοί έχουν αγαπήσει· συμπαρασύροντας στο φουριόζικο διάβα του ακόμα και εμφανώς δευτερότριτα τραγούδια σαν τα "Eat Me", "Scary Little Green Men" και "Holy For Tonight".

Κρίσιμη όμως αποδεικνύεται και η παρουσία πιο βαρυκόκαλων τραγουδιών, τα οποία αντιμετωπίζονται μάλιστα με περισσότερη σοβαρότητα σε σύγκριση με τους ύστερους σόλο δίσκους του Ozzy Osbourne. Εδώ παίζει ασφαλώς τον ρόλο της και η μαστοριά που κομίζουν μουσικοί σαν τον Tom Morello των Rage Against The Machine (κιθάρα), τον Slash και τον Duff McKagan των Guns N' Roses (κιθάρα και μπάσο, αντίστοιχα) ή τον Chad Smith των Red Hot Chili Peppers (ντραμς): όσο «δεδομένα» πράγματα κι αν καλούνται να παίξουν, μπορούν με την εμπειρία τους να φέρουν ένα rock σφρίγος που δεν είναι απλά θέμα παρτιτούρας.

Τέτοιο τραγούδι είναι ας πούμε το "Under The Graveyard", με τις εύστοχες εναλλαγές μεταξύ (πιο) ακουστικών διαθέσεων και «παλιοσχολίτικων» hard & heavy riffs. Επίσης το "Ordinary Man", που χάρη στη συμμετοχή του Elton John πετυχαίνει τον μαζικό ήχο στον οποίον αποσκοπεί δίχως να καταστήσει γλυκερό τον προσωπικό τόνο των στίχων, αλλά και το "Take What You Want": η σύμπραξη-έκπληξη με τον Post Malone που, εντάξει, μπορεί πράγματι να ξεκίνησε ως απόπειρα διασύνδεσης του Βρετανού τραγουδιστή με τον ήχο που κυριαρχεί στα σημερινά charts της Αμερικής, μα στην πράξη έδωσε ευκαιρία και στους δύο να δοκιμάσουν κάτι έξω από τη ζώνη ασφαλείας τους. Στον μεν Osbourne, δηλαδή, να «κολλήσει» τον θεατρικά στοιχειωτικό χαρακτήρα των ερμηνειών του σε έναν νεανικό κόσμο που, σε επίπεδο λόγου, συχνά στέκεται στην αρνητική όψη της σύγχρονης πραγματικότητας· στον δε Post Malone να αφήσει το auto tune και να ριχτεί σε μια hard rock αρένα, ερχόμενος σε αμεσότερη επαφή με πράγματα που (όπως μάθαμε) τον αφορούν ως ακροατή. Δεν είναι βέβαια κάτι για να το επιχειρείς συνέχεια αυτό, όπως δείχνει το έτερο ντουέτο τους, το θαμπό "It's A Raid".

Το Ordinary Man αναδεικνύεται λοιπόν ως το καλύτερο άλμπουμ της μετά-No More Tears (σόλο) πορείας του Ozzy Osbourne, έστω κι αν δεν είναι τόπος εκπλήξεων, ούτε κάτι που με κάποιον τρόπο θα χαρακτηρίσει την εποχή μας. Αν ήταν όντως ο δίσκος με τον οποίον θα έκλεινε η καριέρα του (δεδομένων και των προβλημάτων υγείας, που πλέον δεν κρύβονται), θα ήταν άξιο φινάλε για τον τραγουδιστή που, ενάντια σε όλες τις πιθανότητες, έγινε ένα από τα πλέον χαρακτηριστικά λαρύγγια του 20ού αιώνα. Καθώς φαίνεται, όμως, δεν πέφτουν εδώ οι τίτλοι τέλους.

{youtube}iuzyA5gDa4E{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured