Δεν νομίζω ότι ο Mortiis του πρώτου μισού της δεκαετίας του 1990 είχε στο μυαλό του πως με την κυκλοφορία των –μεγαλειωδών– προσωπικών του instrumental αποπειρών θα εκκινούσε μια ολόκληρη σκηνή. Κι όμως, με πάτημα τους πρώτους δίσκους του πάλαι ποτέ μπασίστα των Emperor, καθώς και χάρη στους Summoning, στους Wongraven του Satyr και στους Burzum των Dauði Baldrs (1997) και Hliðskjálf (1999), το είδος που αργότερα βαπτίστηκε dungeon synth έκανε τα πολύ διακριτικά πρώτα του βήματα.
Ήταν εκεί στα μέσα των 1990s που δίσκοι όπως το II των Depressive Silence (1996), το Enchantment Οf Τhe Ring των Secret Stairways (1997) και το ομώνυμο των Daoine Sidhe (1996) πήραν τη σκυτάλη, εντυπώνοντας τις αισθητικές νόρμες του είδους. Στην ουσία του, το dungeon synth ήτανε τέκνο της fantasy nerd υποκουλτούρας, απόκοτο της μοναχικής εφηβικής κατανάλωσης τέχνης που οδηγεί πέρα από την καθημερινότητα, κρατώντας δυνατούς δεσμούς με τη black metal κοινότητα, στα πλαίσια της οποίας είχε συλληφθεί.
Το dungeon synth επανεμφανίστηκε έπειτα κάπου στο πρώτο μισό της τρέχουσας δεκαετίας, εκμεταλλευόμενο το διαδίκτυο· οξύμωρα, αυτό το (φαινομενικά) πλήρως προσωπικό είδος φούντωσε χάρη στις κοινωνικές δυνατότητες του νέου μέσου: πλατφόρμες δικτύωσης και μουσικής αυτο-κυκλοφορίας συντέλεσαν τα μέγιστα στην αναγέννησή του. Το dungeon synth του σήμερα είναι αρκετά πιο αποκομμένο από τη black metal σκηνή και παρουσιάζεται ως ένα εδαφικό πεδίο, το οποίο συμπίπτει με το κάστρο-υπνοδωμάτιο του (μετα)εφήβου καλλιτέχνη. Δυστυχώς, η σκηνή έχει πλημμυρίσει με κυκλοφορίες, εκ των οποίων ελάχιστες ξεχωρίζουν, καθώς κυριαρχεί η έλλειψη ταυτότητας και έμπνευσης· κάτι το αναμενόμενο σε ένα πεδίο όπου, ουσιαστικά, καθένας που έχει ένα synth μπορεί να γράψει και να κυκλοφορήσει κάτι.
Υφολογικά, πάντως, το σουηδικό σχήμα Vetraheimr του Thomas Nyholm δεν είναι το πλέον αντιπροσωπευτικό του κινήματος. Ο ήχος του Renegade απομακρύνεται από τη σκοτεινή ambient φαντασμαγορία που κυριαρχεί ποσοτικά στο dungeon synth, για χάρη μιας ζεστής μελαγχολίας και μιας παραμυθένιας αύρας –μιας θαλπωρής της θράκας της σόμπας. Προσομοιάζει έτσι με τα ήρεμα σημεία των soundtracks για ηλεκτρονικά παιχνίδια ρόλων περασμένων δεκαετιών, χτίζοντας πρωτίστως απλές, όμορφες μελωδίες, με κιθαριστικά αρπίσματα.
Η ακουστική κιθάρα είναι αυτή που πρωταγωνιστεί, κάτι που από μόνο του αρκεί για να κάνει την κυκλοφορία ξεχωριστή –πρακτικά, το άλμπουμ είναι πολύ πιο άμεσο και συναισθηματικά πλούσιο από τη μέση dungeon synth απόπειρα. Τα πλήκτρα, από την άλλη, όταν έρχονται στο προσκήνιο, φέρνουν μπροστά την επιστημονική φαντασία υπό το πρίσμα του θαυμαστού, με πολλές θέρεμιν υφές. Οι αυξομειώσεις ποιότητας, βέβαια, δεν είναι τελείως απούσες: το εκπληκτικό ομώνυμο κομμάτι, για παράδειγμα, ξεχωρίζει εμφανώς. Ευτυχώς, το τελικό πρόσημο του δίσκου είναι θετικό, ενώ συν τοις άλλοις οι απόπειρες του Nyholm με άλλα δύο προσωπικά projects (τους Wombeldoor και Countdown To Death), δείχνουν ότι διαθέτει περίσσεια ενδιαφερόντων ιδεών.
Το Renegade είναι λοιπόν ένα συναισθηματικό, εσωτερικό άκουσμα, το οποίο διατηρεί την εγγενή μοναχικότητα του dungeon synth, απλώνοντας όμως τον ψυχικό κόσμο του συνθέτη περισσότερο από όσο θα περίμενε κανείς από το είδος. Χτίζει απλούς κόσμους και το κάνει με πάθος και έμπνευση, με αποτέλεσμα αυτοί να αποκτούν ζωντάνια, λειτουργώντας ως πιστευτό καταφύγιο.
{youtube}OZjFOhXUpi4{/youtube}