Επιστροφή όνομα και πράγμα είναι αυτός ο δίσκος, καθώς ο Bill Frisell με τον Thomas Morgan έχουν ξαναβγάλει άλμπουμ βασισμένο στις ζωντανές τους εμφανίσεις στο Village Vanguard της Νέας Υόρκης (Μάρτιος 2016) –το Small Town, που κυκλοφόρησε το 2017 από την ECM. 

Το Epistrophy, λοιπόν, στερείται ευθύς εξαρχής το στοιχείο της έκπληξης: όπως και στο Small Town, τα πάντα βασίζονται στις παράλληλες διαδικασίες της αποδόμησης και της αναδόμησης, με το πρόγραμμα να σκύβει στο μεγάλο αμερικάνικο songbook με ολίγη από James Bond, επεκτεινόμενο κατά το δοκούν προς τα αμιγώς τζαζ νερά, από όπου και προέρχονται οι δύο πρωταγωνιστές. Παρά ταύτα, είχε ενθουσιάσει αρκετούς το Small Town όταν βγήκε κι έτσι υπάρχει μια αίσθηση προσμονής για το τι μπορεί να έχουν πετύχει αυτήν τη φορά ο Frisell με τον Morgan· το Epistrophy προβάλλει ως συμπλήρωμα στο Small Town και υπερασπίζεται αρκούντως πειστικά αυτόν τον ρόλο.  

Σε μια εποχή στην οποία τα διεθνή τζαζ sites ξεφτίλισαν τις βαθμολογίες και ο εγχώριος μουσικός Τύπος κονιορτοποίησε τον χαρακτηρισμό «σπουδαίος», θα προσφέρει κανείς κακές υπηρεσίες αν προσδιορίσει έτσι τον Bill Frisell. Ωστόσο ο Αμερικανός καλλιτέχνης συγκαταλέγεται δικαίως ανάμεσα στα βαριά χαρτιά της σύγχρονης τζαζ και είναι αυτή από μόνη της η φήμη που προσδίδει ίντριγκα στο πώς σκοπεύει να προσεγγίσει επιλογές σαν το το τζεϊμσμποντικό "You Only Live Twice" ή το "All In Fun" –γραμμένο στα 1939 από τον Jerome Kern, για το μιούζικαλ Very Warm For May– για το πώς θα αντιμετωπίσει το "In The Wee Small Hours Of The Morning" δίχως να διαθέτει το Frank Sinatra ατού του πρωτότυπου κομματιού (1955), αλλά και για το τι θα κάνει με τον Thelonius Monk. Το "Epistrophy" άλλωστε, που δίνει και τον τίτλο του άλμπουμ, είναι μια δική του σύνθεση.

Όπως ήδη είπαμε, με την πολύτιμη βοήθεια του Thomas Morgan στο κοντραμπάσο, ο Frisell κυρίως αποδομεί το υλικό, για να το αναδομήσει στη συνέχεια με επίκεντρο την κιθάρα του. Αυτό τουλάχιστον κάνει στις μη τζαζ στιγμές που διαλέγει εδώ, γιατί ως προς την τζαζ η προσέγγιση είναι περισσότερο αυτή της διασκευής. Τιμώντας δηλαδή τον Thelonius Monk ("Epistrophy", "Pannoptica") ή τον Paul Motian ("Mumbo Jumbo"), οι δύο συνεργάτες κινούνται σχετικώς πιο ορθόδοξα, προβάλλοντας σε πρώτο πλάνο τη βιρτουοζιτέ τους. Και είναι πράγματι ζηλευτοί δεξιοτέχνες, ωστόσο το αποτέλεσμα δεν προκύπτει ως κάτι το ιδιαίτερο. Βάζουν μια καλή πινελιά τέτοιες επιλογές για το κοινό που θα πήγε να τους δει στο Village Vanguard (τζαζ κοινό, κατά βάση), έχουν όμως εν τέλει να κάνουν περισσότερο με τις ισορροπίες του προγράμματος, παρά με την καλλιτεχνική πρόκληση. 

Αντιθέτως, η απογύμνωση των ποπ και folk εκλογών και η εκ νέου τοποθέτησή τους σε έναν κόσμο ελλειπτικής τζαζ, με μινιμαλιστική υφή και αμιγώς οργανική φύση, προσφέρει αυτό το «κάτι» παραπάνω: μια εξτρά διάσταση σε ό,τι γνωρίζαμε ως τώρα. 

Το "All In Fun" κρατάει τη Broadway ζωντάνια του, το "You Only Live Twice" αναδομείται λίαν επιτυχώς –με την αθάνατη μελωδία του John Barry να αναβλύζει καθάρια, όπου χρειάζεται– ενώ θαυμάσια προκύπτουν τα αποτελέσματα και στο medley "Wildwood Flower/Save The Last Dance For Me". Εδώ ο Frisell και ο Morgan φτάνουν νομίζω στο ζενίθ της λογικής με την οποία έστησαν τις παραστάσεις τους στο Village Vanguard, κάνοντας παράλληλα και μια χειρονομία με κάμποση σημειολογία προς τις σύγχρονές τους Ηνωμένες Πολιτείες: ένας σκοπός από το σύμπαν της παραδοσιακής, λευκής country, ταυτισμένος με τον ογκόλιθο των Carter Family (ο Frisell έχει χρόνια που τον δουλεύει με τη δική του αισθητική, ήδη από το άλμπουμ του 2000 Ghost Town), συναντά τη δημιουργική μαύρη Αμερική των 1950s, εκείνη που γονιμοποίησε την έκρηξη του rock 'n' roll, μέσω μιας επιτυχίας των Drifters. Μαύροι και λευκοί, σε σώμα ένα, κόντρα σε μια περίοδο εκ νέου έξαρσης των φυλετικών διακρίσεων. 

Από την άλλη, βέβαια, ας σημειωθεί με έμφαση κάτι σημαντικό. Είναι άξια λόγου η οπτική γωνία θέασης του παραπάνω υλικού, είναι επιτυχής και έμπρακτα η όλη προσέγγιση, παραμένει ωστόσο απευθυνόμενη σε ένα τζαζ κοινό –ακόμα και αν βάλουμε στην εξίσωση ότι είναι τζαζ κοινό που, για ένα έστω βράδυ, θέλει να απολαύσει («ένοχα» ή και όχι) το "You Only Live Twice" και όχι την πολυδαίδαλη γλώσσα της free jazz και του αυτοσχεδιασμού. 

Θέλω με τα παραπάνω να πω ότι οι εκτελέσεις των Frisell & Morgan έχουν πολλά να θαυμάσεις στο πώς δούλεψαν και στο πώς αλληλοσυμπληρώνονται σε μια ζωντανή συνθήκη, απηχούν ένα πραγματικό ενδιαφέρον για τη μουσική δημιουργία στην ευρύτητά της, όμως δεν μπορούν να συναγωνιστούν το ορίτζιναλ υλικό σε ολοκλήρωση και σε συναισθηματική απήχηση, για όσους τουλάχιστον δεν προσδιοριζόμαστε ως «τζαζ κοινό» και δεν έχουμε κάποιο ζήτημα προτίμησης της οργανικής μουσικής έναντι των τραγουδιών. Οι φωνές π.χ. της Nancy Sinatra (στο "You Only Live Twice") και του Frank Sinatra (στο "In The Wee Small Hours Of The Morning"), είναι τμήμα πλέον της κλασικότητας τέτοιων τραγουδιών, με αποτέλεσμα να λείπει κάτι κομβικό από την όλη εμπειρία, όταν μετασχηματίζονται σε μη τραγουδιστική μορφή. Όσο ενδιαφέρουσα κι αν την κρατούν τα παιξίματα των δύο συνεργατών.

{youtube}625kCqkKoKk{/youtube}

 

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured