Η πορεία του Daniel Spaleniak από το 2011 ως τις μέρες μας, θέτει ένα καλό ερώτημα στους Έλληνες εκπροσώπους του σύγχρονου indie: γιατί εκείνος και όχι εσείς;
Πώς γίνεται δηλαδή ένας 25άρης από την πολωνική επαρχία με έδρα στο Łódź, ο οποίος μπήκε στη δισκογραφία ακόμα νεότερος επειδή (προφανώς) άκουγε πολύ Bon Iver –πιστεύοντας μάλιστα ότι κανείς δεν θα ασχολιόταν με το ντεμπούτο άλμπουμ του Dreamers (2014)– να βλέπει σήμερα τη μουσική του να έχει χρησιμοποιηθεί πολλάκις σε αμερικάνικα τηλεοπτικά σίριαλ;
Έχουμε λοιπόν και λέμε: τα "Why" και "Nothing To Do" από το προαναφερόμενο Dreamers, βρέθηκαν σε 2 επεισόδια της 1ης σαιζόν του The Path. Το "Night" από το 2ο άλμπουμ Back Home (2015) έντυσε μουσικά τόσο το 10ο επεισόδιο της 3ης σαιζόν του The Path, όσο και το 2ο επεισόδιο της 2ης σαιζόν του Six, πέρυσι. Το δε "Dear Love Of Mine" (από το ίδιο άλμπουμ) κατέληξε και στο The Path και στο Shut Eye, μα και στο 2ο επεισόδιο της 1ης σαιζόν του Ozark, ενός σίριαλ που βλέπουμε και στο ελληνικό Netflix.
Αλλά ακόμα πιο εντυπωσιακό είναι το γεγονός ότι ο Spaleniak βρήκε μια τέτοια άκρη δίχως να κάνει κάτι το ιδιαίτερο καλλιτεχνικά· πράγμα που έρχεται φοβάμαι να επιβεβαιώσει εμφατικά και το φετινό, 4ο του άλμπουμ, παρότι o ίδιος το λανσάρει ως «κάτι διαφορετικό».
Κάτι διαφορετικό από τι, όμως;
Ο Spaleniak περιγράφει τη μουσική του ως «έναν συνδυασμό alternative rock με folk και blues»· όμως, στην πραγματικότητα, το «alternative rock» είναι indie (και κάποια στιγμή θα πρέπει να το ξεκαθαρίσουμε ότι υπάρχει διαφορά, και μάλιστα ως προς το rock της υπόθεσης), το «blues» μένει αδικαιολόγητο, το δε «folk» δεν έχει τίποτα από τον δημώδη πλούτο της Πολωνίας: είναι απλά τέκνο εκείνης της παρεξήγησης που θέλει «folk» το οτιδήποτε μινιμάλ στο παίξιμο της κιθάρας και στη διάρθρωση της γενικότερης ενορχήστρωσης. Όχι, λοιπόν, ο Spaleniak δεν παίζει τίποτα το τόσο περιπετειώδες. Ένα indie φυντάνι από την ευρωπαϊκή περιφέρεια είναι, που, όπως προείπαμε, μάλλον άκουσε πολύ Bon Iver και όχι ιδιαίτερη μουσική κατά τα λοιπά –το έχει άλλωστε παραδεχτεί και σε συνέντευξή του, ότι περισσότερο τον νοιάζουν οι ταινίες, παρά οι δίσκοι.
Στο Burning Sea, βέβαια, εμφανίζεται πράγματι να κάνει στροφή: απογυμνώνει τον δίσκο από φωνητικά (μόνο στο ομώνυμο κομμάτι τραγουδά) και αφήνει σκέτη τη μουσική να πρωταγωνιστήσει στη μαρκίζα, τονίζοντας κάποια (λιτά) ηλεκτρονικά δίπλα στην κιθάρα.
Όμως το αποτέλεσμα δεν καταγράφει κάποια ουσιώδη εξέλιξη, ούτε και προσφέρει το δραματικά διαφορετικό. Κάνει απλά πιο αδρούς τους συνθετικούς άξονες του νεαρού Πολωνού και δείχνει τις χάρες μα και τους σημαντικούς περιορισμούς της κιθάρας του, απαλλάσσοντάς μας από το μονότονο, βαρετό τραγούδισμά του. Επενδύει πολλά στη λιτή αποτύπωση μιας μελαγχολικής διάθεσης, αλλά ούτε συμβαίνει κάτι περισσότερο από αυτό, ούτε δείχνει να διαθέτει δυνάμεις ώστε να αυτονομήσει επαρκώς την πρότασή του κόντρα στον Bon Iver, στα soundtracks του Nick Cave και του Warren Ellis ή και στους Radiohead ακόμα, αν συμπεριλάβουμε στο σύμπαν τους τα πρόσφατα scores τόσο του Thom Yorke, όσο και του Jonny Greenwood.
Οι indie θιασώτες θα βρουν ίσως αφορμές να κοντοσταθούν σε κομμάτια σαν τα "Two Days Six Hours", "Train" και "Burning Sea" ώστε να μιλήσουν για «κινηματογραφική» αισθητική ή περί «μουσικής για ταινίες που ακόμα δεν έχουν δημιουργηθεί»–τα λέει και ο ίδιος ο Spaleniak κάτι τέτοια. Όμως η πέρα από βολικά κλισέ αλήθεια είναι ότι το νέο του άλμπουμ κατοικεί σε ένα γνώριμα δυσάρεστο μεταίχμιο: δεν το λες και για πέταμα, αλλά δεν θα το επισκεφτείς ξανά τελειώνοντας τον όποιον κύκλο ακροάσεων του αφιερώσεις.
{youtube}LoNdv6cY-Es{/youtube}