Μπορεί το black metal να είναι αδιαμφισβήτητα το πιο τολμηρό metal είδος όσον αφορά το άνοιγμα νέων οριζόντων, αλλά η έτερη όψη αυτού του νομίσματος είναι η κούραση στην οποία μπορεί να οδηγήσει τον πιστό ακόλουθο η όλη προσπάθεια για διαφοροποίηση και διάρρηξη των μουσικών ορίων. Δίσκοι λοιπόν σαν το 5ο δημιούργημα των Νορβηγών Djevel είναι για κάτι στιγμές που απλά θέλεις να καταφύγεις σε μια όαση όπου θα ακούσεις καλοπαιγμένο κι εμπνευσμένο παραδοσιακό black, που να θυμίζει τη νιότη (του είδους, του ακροατή). Μουσική δίχως πειραματισμούς και εξερευνητικά άγχη, φτιαγμένη με πολύ μεράκι και αγάπη για το είδος που υπηρετεί, επιστρέφοντας στη χρυσή του εποχή.
Το line-up των Djevel μπορεί να θεωρηθεί τουλάχιστον εκλεκτό, μιας και στελεχώνονται από παλιές καραβάνες της σκηνής: τους Trond Ciekals και Mannevond (γνώριμοι από τους Koldbrann, τους Nettlecarrier και Lja), και τον «πολύ» Faust στα τύμπανα (πάλαι ποτέ Emperor και Thorns), ενώ στο παρελθόν έχει περάσει από τις γραμμές τους και ο Dirge Rep των Gehenna μεταξύ άλλων. Άτομα που έχουν ψηθεί χρόνια στο νορβηγικό τερέν αναλαμβάνουν λοιπόν την αναπαράσταση μιας ατμόσφαιρας που μπορεί να τοποθετείται χρονικά στα 1990s, αλλά φέρει μέσα της έναν άχρονο και άφθαρτο πυρήνα.
Μετά από μια folk ακουστική εισαγωγή (το θέμα της οποίας επανέρχεται ηλεκτρισμένο στο 2ο κομμάτι), που θυμίζει την παραμυθένια πρώτη περίοδο των Ulver, ο δίσκος βυθίζεται σε 50 λεπτά που κυριαρχούνται από μια απλή μα απαιτητική στην τελειοποίησή της συνταγή. Τα υλικά της, γνωστά: σιδηροδρομικά riffs σε μεγάλες ποσότητες και εναλλαγές (υπάρχουν από σκοτεινής μέχρι θριαμβευτικής χροιάς) και πνιχτά φωνητικά με καθαρή άρθρωση να διηγούνται στην τόσο εξωτικά μυθολογική στα αυτιά μας νορβηγική γλώσσα· επίσης, φινέτσα στη σύνθεση, μεστή παραγωγή και μια πανταχού κυριαρχούσα φυσιολατρική μελαγχολία. Ειδικά αυτήν την τελευταία την έχουμε αμελήσει εδώ και αρκετά χρόνια, παρόλο που πρόκειται ιστορικά για ένα από τα βασικότερα αναγνωρίσιμα χαρακτηριστικά του black metal· όχι αγριάδες και ματσίλες, όχι θυμός και πόλεμος, αλλά μια σπαρακτική και μεγαλειώδης λαχτάρα για έναν κόσμο τον οποίον ποτέ δεν ζήσαμε εκ των έσω· έναν κόσμο που, παρόλα αυτά, έχει δύναμη ικανή να μας έλκει σταθερά.
Κάτι που μου έκανε εντύπωση είναι η κυριαρχία μιας ρυθμικότητας η οποία θυμίζει δασικό βηματισμό, αρκετά συχνής σε δίσκους της προπερασμένης δεκαετίας (ειδικά στην πρώτη περίοδο των Satyricon και στους Carpathian Forest). Τούτη η ρυθμικότητα λείπει από την πλειονότητα των δίσκων του σήμερα, όπου τη θέση της έχει πάρει (από τα '00s κι έπειτα) ένα groove αρκετά συναυλιακό μεν, μα ξένο προς τον παράδοξο χαρακτήρα του black metal.
Όσο μπόρεσα να καταλάβω από τους νορβηγικούς στίχους η θεματολογία του Blant Svarte Graner είναι βγαλμένη από τις προθήκες του αλλόκοτου, του μαγικού και του παραμυθένιου, δίχως ματιές προς πολιτικές υπεροχής και ρατσισμούς ή προς το φευγαλέο παρόν και την ιστορία. Τα παραμορφωμένα φωνητικά ανήκουν εξολοκλήρου στον Mannevond και θα θυμίσουν μεταξύ άλλων και τους Kvist. Όσον αφορά τις μουσικές επιρροές, εδώ μέσα μπλέκονται πολλά πράγματα· ξεχωρίζουν οι Satyricon εποχής Nemesis Divina (1996) και πίσω, οι Kampfar, οι Ancient, οι Taake του Nattestid Ser Porten Vid (1999) και σε μικρότερο βαθμό οι Arcturus του ντεμπούτο (1996).
Οι Djevel είναι καλοί μουσικοί και συνθέτες, αλλά πάνω από όλα παθιασμένοι οπαδοί –και αυτό αποτυπώνεται περίλαμπρα στον φετινό τους δίσκο. Με το Blant Svarte Graner θυμήθηκα πως κάπου κάπου χρειάζονται τρεις βετεράνοι για να μας πάνε πίσω σε μια εποχή που το black metal σήμαινε γοητευτικούς νορβηγικούς μύθους, αλλοπαρμένα θέματα, φύση, σκοτάδι και μυστήριο· σε μια εποχή που τα riffs κύλαγαν σαν γάργαρα ρυάκια.
{youtube}prcmMdiqP0I{/youtube}