Διαβάζοντας τον τίτλο της νέας, 4ης δουλειάς της Merril Garbus, νομίζει κανείς πως η Αμερικανίδα τραγουδοποιός θέλει να μας μιλήσει για τον τρόπο με τον οποίον το Facebook, η Google και όλοι οι γνωστοί ύποπτοι έχουν τρυπώσει εν γνώσει μας στις ιδιωτικές μας ζωές, μαζεύουν στοιχεία βασισμένοι στις επιλογές μας και συνθέτουν το ολοκληρωμένο προφίλ μας για κακόβολους σκοπούς. Ακούγοντας όμως προσεχτικά το I Can Feel You Creep Into My Private Life, προκύπτει ένα εντελώς διαφορετικό συμπέρασμα: το ζήτημα εδώ είναι το λευκό προνόμιο, η φυλετική αδικία και η «πολιτισμική ιδιοποίηση».
Η Garbus έχει εξερευνήσει παρόμοιες θεματικές και σε παλαιότερους δίσκους· εδώ, όμως, υιοθετεί για πρώτη φορά έναν αυτοκριτικό τόνο ως αφηγήτρια των ιστοριών της. Η ανάγκη αυτή ανέκυψε μετά τη συμμετοχή της σε ένα εξάμηνο εργαστήριο διαλογισμού πάνω σε θέματα λευκής κυριαρχίας και ρατσισμού, που την έκανε να συνειδητοποιήσει ότι η ιστορία προκρίνει τις λευκές φωνές, απορρίπτοντας όλες τις υπόλοιπες στη διαμόρφωσή της. Συνεπώς, προβληματιζόμενη για τη θέση της ως λευκή, γυναίκα μουσικός, δημιούργησε έναν δίσκο που θίγει τέτοιες σκέψεις μέσα από έναν 1980s pop ήχο εμπλουτισμένο με disco, house και έθνικ στοιχεία.
Ωστόσο, το πρακτικό αποτέλεσμα όλων αυτών των φαινομενικά ωραίων ιδεών δεν είναι το ίδιο εντυπωσιακό. Το κοντράστ ανάμεσα στους φιλόδοξους, βαρύγδουπους στίχους και στην εύφορη, χορευτική μουσική χρωματίζει τον δίσκο, λείπουν όμως οι έξυπνες ιδέες που θα του χάριζαν βάθος και αληθινό ενδιαφέρον. Η Garbus δοκιμάζει διάφορα τρικ, αλλά δεν της βγαίνουν: στα “ABC 123”, “Look At Your Hands” και “Private Life” ενσωματώνει afro, reggaeton και carribean στοιχεία (αντίστοιχα), επιχειρώντας να ανοίξει διάλογο φυλετικής ταυτότητας μέσα σε ένα χαζοχαρούμενο φόντο. Καταλήγει λοιπόν να ακούγεται σαν μία γλωσσού, η οποία δεν έχει σκεφτεί τι θέλει να πει, αλλά θα το ξεφουρνίσει όπως και να 'χει, γιατί ταιριάζει με τη φτωχή πολυρρυθμία που έγραψε για τα συγκεκριμένα κομμάτια. Μέσα δηλαδή από την άκομψη εκτέλεση των ιδεών της, γίνεται μέρος του προβλήματος που προσπαθεί να θίξει.
Αλλού, βέβαια, η ίδια πρακτική δουλεύει υπέρ της. Στο υψηλής συνθετικής ευφυΐας "Colonizer", λ.χ., τραγουδάει «I use my white woman’s voice to tell stories of travels with African men/I turn on my white woman’s voice to contextualise acts of my white woman friends», συμπυκνώνοντας το πνεύμα όσων σκέψεων την ταλανίζουν. Με την εκλεπτυσμένη επίσης dub pop του “Home” θυμίζει τους λόγους για τους οποίους το Whokill την έβαλε για τα καλά στον εναλλακτικό χάρτη, πίσω στο 2011. Επιπλέον, οι πιο συμβατικές στιγμές του δίσκου είναι άψογα σερβιρισμένες: το εναρκτήριο “Heart Attack” και το αμέσως επόμενο “Coast to Coast” είναι δύο στρογγυλά, γυαλισμένα και φροντισμένα τραγούδια ηλιόλουστης, ηλεκτρονικής pop.
Στο I Can Feel You Creep Into My Private Life η Garbus προσπαθεί πράγματι να ανοίξει έναν ειλικρινή, θαρραλέο και ακομπλεξάριστο διάλογο για τα μπερδεμένα θέματα ταυτότητας από την πλεονεκτική, «λευκή» της θέση. Ακόμη και αν οι έγχρωμοι μουσικοί έχουν πια αρκετό πάτημα στο μουσικό στερέωμα για να μιλήσουν οι ίδιοι για τους εαυτούς τους και να βάλουν αυτήν τη συζήτηση στο επίκεντρο της πολιτισμικής σφαίρας, η συμβολή της έχει αξία, λόγω της οπτικής γωνίας από την οποία αντικρίζει το πρόβλημα. Για να έχει και αντίκτυπο, όμως, θα έπρεπε να συμπορεύεται και με έναν δίσκο που δεν θα προσφέρει μόνο στιχουργική «τροφή για σκέψη», αλλά και μουσική που θα προβληματίζει και θα πηγαίνει τον ακροατή ένα βήμα παραπέρα. Σε αυτό, λοιπόν, αστόχησε.
{youtube}3-7je-jsuC4{/youtube}