Αν υπήρχε μία κυρίαρχη τάση στη μουσική δημοσιογραφία την περσινή χρονιά, ήταν πως οι περισσότεροι κριτικοί, συντάκτες και αρθρογράφοι προσπαθούσαν να βρουν πολιτικές νύξεις σε δίσκους όπου απλώς δεν υπήρχαν ή δεν ήταν αρκετά πειστικές ώστε να συνθέσουν το ενιαίο αφήγημα κατά της Αμερικής του Trump που απεγνωσμένα αναζητούσαν (ο υπογράφων έχει πέσει επίσης στην παγίδα).
Η επιμονή αυτή μας έκανε αφενός περισσότερο σοφούς, εκλεκτικούς και πονηρεμένους απέναντι στο ποιοι δίσκοι θίγουν πραγματικά τέτοια ζητήματα –και στο πώς τα θίγουν– και αφετέρου δημιούργησε σε όλους εμάς που ασχολούμαστε εμμονικά με τη μουσική επικαιρότητα μία αποστροφή για το όλο κυνήγι σοβαροφάνειας, όπως και μία ανάγκη να τραβηχτούμε στον εαυτό μας και να δώσουμε την προσωπική μας ερμηνεία στα «κοινωνικοπολιτικά μανιφέστα».
Όλο αυτό το κλίμα πρέπει να αφουγκράστηκε και ο Jeff Rosenstock, από τη δικιά του μεριά ως μουσικός, και κυκλοφόρησε στα ξαφνικά, την πρώτη ημέρα του νέου έτους, το 3ο προσωπικό του άλμπουμ. Στο οποίο αποτυπώνεται εντελώς ρεαλιστικά, ειλικρινά και προσιτά, χωρίς μεγάλα λόγια και κινήσεις εντυπωσιασμού, η προσπάθεια ενός νέου Αμερικάνου (στην προκειμένη περίπτωση, αναπόφευκτα του ίδιου του Rosenstock) να διάγει μία κανονική, υγιή, ενήλικη ζωή στο ρημαγμένο συναισθηματικά τοπίο της χώρας του, που έχει μείνει ως κατακάθι μετά τις βίαιες κοινωνικοπολιτικές αλλαγές και εξελίξεις των τελευταίων μηνών (εξ’ ου και το POST- του τίτλου).
Τον Rosenstock τον έμαθα με το προπέρσινο, brekthrough άλμπουμ του Worry., μία επική pop-punk κατάθεση που εξέφραζε προφητικά το αίσθημα ανησυχίας για το προσεχές μέλλον. Το POST- είναι εξίσου ανθεμικό, πιο δεμένο, πιο στοχευμένο και πιο απολαυστικό από τον προκάτοχό του. Τα 40 λεπτά του είναι γεμάτα power-pop hooks, emo-punk χορωδίες, indie σαπουνόπερες και ambient αποπλήξεις, οι οποίες τσιτώνουν και απονευρώνουν τις διαθέσεις του ακροατή με ταχύτητες και σβούρες roller coaster. Η ροή δεν γίνεται ποτέ προβλέψιμη, τα τραγούδια είναι μόνο ψαχνό, οι μελωδίες ισορροπούν ανάμεσα στο μελό και στο ψυχωμένο και οι στίχοι δείχνουν προορισμένοι για ιδιωτικά, ξεσηκωτικά sing-alongs. Στο ανατρεπτικό "USA" λ.χ., ο Rosenstock ανακοινώνει κυνικά (παρά ξεσπά) ότι «We are tired, we are bored/ F.U USA», ενώ στο φινάλε, με το 11λεπτο "Let Them Win", καταλήγει (χωρίς πάντως να το πιστεύει ιδιαίτερα) πως «We are not gonna let them win».
Τέτοιες βαριές κουβέντες μοιάζουν όμως με επαναστατικά τσιτάτα που ξεστομίζονται μετά από ατελείωτες ώρες συζητήσεων με τον εαυτό μας, εξ'ου και δείχνουν περισσότερο μυαλωμένες από τις μαζικές, συναισθηματικές κραυγές. Στο “Powerlessness”, ο Αμερικανός punker (στην ψυχή) μας επιτρέπει να κρυφακούσουμε μία από αυτές: «I’ll ramble endlessly on pointless rattling in my head / First-person shooter games, guitar tones, ELO arrangements / The differences in an MP3 and a vinyl record that you can hear / But when it means something, I always disappear». Εδώ ο Rosenstock πετυχαίνει μία φοβερή αναλογία, καθώς παρομοιάζει την αδυναμία του να παραδεχθεί τη διαφορά ποιότητας ανάμεσα στο MΡ3 αρχείο και στο βινύλιο, με την ανικανότητά του να ξεφύγει από το προσωπικό του σύμπαν, βρίσκοντας νόημα στην πάλη του συνόλου. Γενικά, το POST- λειτουργεί ως μία παρέλαση από τέτοιες υπεκφυγές, αντιπερισπασμούς και μικρές νίκες της καθημερινότητας που δεν αλλάζουν ωστόσο την πραγματικότητα· σκέψεις τις οποίες ο Rosenstock δεν φοβάται να εκθέσει ανοιχτά, με μία νεανική ορμή και πυγμή, αλλά και με τη νωθρότητα που ταιριάζει στη μουδιασμένη γενιά του.
Στον ταχύτατο βηματισμό του, το άλμπουμ φορτώνει ενεργειακά το σώμα και το μυαλό ("Yr Throat", "Beating My Head Against The Wall"), ερεθίζει αβίαστα το συναίσθημα ("All This Uselless Energy", "ΤV Stars"), ενώ με τις σύντομες, ατμοσφαιρικές synth γέφυρες δημιουργεί χώρους για να εκτονωθεί και να διατηρηθεί αυτή η συσσωρευμένη ενέργεια. Τελικά, εγκλωβίζεται στο ονειρικό, ambient φινάλε και η ισχύ της πολλαπλασιάζεται στη σιωπή που ακολουθεί μετά το τέλος της ακρόασης.
Μπορεί λοιπόν κανείς να πει πως το POST- είναι ένας από τους πιο προσωπικούς, αληθινούς και τελικά αισιόδοξους από τη φύση τους δίσκους που περιγράφουν τη ζωή στη νέα αμερικάνικη πραγματικότητα. Αλλά έχω την αίσθηση ότι είναι κάτι παραπάνω από αυτό: ένας από τους καλύτερους pop-punk δίσκους της δεκαετίας.
{youtube}IBngZh8H2FU{/youtube}