Κάθε χρόνο που περνάει, φαίνεται πως για τη μουσική πραγματικότητα ισχύει όλο και περισσότερο εκείνο το ρητό που λέει πως «όλα τριγύρω αλλάζουνε κι όλα τα ίδια μένουν». Ας πούμε, έχουν περάσει 2 δεκαετίες (και βάλε) από τότε που τα αδέρφια Gallagher βρίσκονταν σχεδόν κάθε εβδομάδα στα πρωτοσέλιδα έγκριτων (και μη) εντύπων για κάθε πιθανό, μουσικό ή μη, λόγο. Κι όμως, εξακολουθούν και σήμερα να μας απασχολούν, επίσης για κάθε πιθανό, μουσικό ή μη, λόγο. Ωστόσο, το 2017 θα το θυμόμαστε και ως το έτος που μας ανάγκασε να ασχοληθούμε με τις δύο ντίβες και για κάποια σοβαρή αιτία, πέρα από τα γραφικά, διαδικτυακά τους ξεκατινιάσματα.

Ο Liam Gallagher κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο το προσωπικό του ντεμπούτο, ένα άλμπουμ που τον βρήκε να κλείνεται στον εαυτό του για να αναπαράγει νοσταλγικά όλα τα κλισέ της brit pop τραγουδοποιίας. Στα τέλη του Νοέμβρη επέστρεψε, λες και το είχαν προγραμματίσει βρε παιδί μου, και ο μεγάλος αδερφός για την τρίτη post-Oasis δουλειά του, με σταθερούς συνοδοιπόρους τα Υψηλο-ιπτάμενα Πτηνά και με νέο παραγωγό τον αξιολογότατο David Holmes. Αμφότεροι οι δίσκοι κατάφεραν, εντελώς προβλέψιμα, να φτάσουν στο νούμερο 1 των βρετανικών charts· ο ένας όμως από τους δύο έχει να επιδείξει και μία πραγματική, μουσική, αξία.

Μπορεί ο ανόητος τίτλος Who Built The Moon? (δεν πιάνω τον βαθύτερο συμβολισμό, με συγχωρείτε) και οι στίχοι, οι οποίοι είναι καθαρά προϊόν λογικής «κάποιες cool λέξεις για τη ζωή και τα κορίτσια, ώστε να ακούγεται πιο γαμάτη η μουσική», να δίνουν την εντύπωση πως το περιεχόμενο του άλμπουμ θα είναι εξίσου απογοητευτικό, όμως ο Noel Gallagher πιάνει εδώ προσωπική κορυφή σε αυτήν τη δεύτερη φάση της καριέρας του. Επιτέλους, δηλαδή, πέρα από «ευχάριστη», «συμπαθητική» και «γλυκούλα», δίπλα από τη μουσική ενός εκ των Gallagher μπορεί πλέον να κολλήσει και ο προσδιορισμός «ενδιαφέρουσα».

Το άλμπουμ ξεκινάει με afro-sample (“Fort Knox”), το οποίο παραπέμπει σε ένα παρόμοιο που υπάρχει στο "Power" του Kanye West, συνεχίζει με μονόλογο στα γαλλικά από την experimental pop συνθέτρια Charlotte Marionneau (“It’s Beautiful World”) και ολοκληρώνεται με ένα ορχηστρικό κομμάτι, το οποίο άνετα θα μπορούσε να ανήκει στον κατάλογο των Radiohead, στη μεταβατική εποχή ανάμεσα στο Bends και στο OK Computer (“End Credits(Wednesday Part 2)”).

Ανάμεσα σε όλα αυτά, υπάρχουν τραγούδια που ξεχειλίζουν από εορταστική ψυχεδέλεια α-λα-Primal Scream (“Black And White Sunshine”), glam rock 'n' roll στο στυλ των Slade, των Sweet και των Sparks (“Holy Mountain” και “Keep On Reaching”), μέχρι και κιθαριστικός πειραματισμός, χωρίς να είναι απαραίτητη η γονική συναίνεση βέβαια, με τον τρόπο των Spiritualized (“The Man Who Built The Moon”). Στα στενά όρια του Gallagher μουσικού σύμπαντος, αυτός ο δίσκος ίσως να περαστεί και για avant-rock στα αυτιά του μέσου ακροατή των Oasis και αναγνώστη του NME.

Δεν πρόκειται φυσικά για κανά αριστούργημα ή για κάποιο ξεχωριστό επίτευγμα, παρόλα αυτά είναι ένας δίσκος που, ενώ βασίζεται σε ξεπερασμένες ηχητικές αναφορές, ακούγεται, παραδόξως, αρκετά σύγχρονος. Επίσης, δικαιολογεί εν μέρει όλους εκείνους τους ισχυρισμούς, πως ο Noel ήταν πάντα ένα τεράστιο ταλέντο, ικανό για πολύ μεγαλύτερα πράγματα, που πνίγηκε μέσα στη χρυσόσκονη του stardom.

Δεν έχω ιδέα ποιος «την είπε» καλύτερα σε ποιον για το 2017, αλλά είμαι απόλυτα βέβαιος για το ποιος έβγαλε τον καλύτερο δίσκο. Αν είναι λοιπόν να κυκλοφορούν κανά άλμπουμ της προκοπής ανά μερικά χρόνια, ας είναι, ας ασχοληθούμε λίγο ακόμη με τα τερτίπια των αφών Gallagher. Για όλους τους πιθανούς, μουσικούς ή μη, λόγους.

{youtube}BIQdUJ04iNY{/youtube}

 

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured