Ο Καναδάς έχει βγάλει τους Arcade Fire, έχει βγάλει όμως και τους Nickelback. Έχει έτσι προκαλέσει όχι μόνο τον θαυμασμό, αλλά και τη χλεύη.
Η εποχή του Silver Side Up (2001), τότε που ακόμα και η Άλκηστις Πρωτοψάλτη τραγούδησε (ατυχώς) το “This Is How You Remind Me” –ως “Όλα Αυτά Που Φοβάμαι”– έχουν βέβαια περάσει ανεπιστρεπτί, και πια η ομάδα του Chad Kroeger δεν είναι σε θέση να απασχολήσει ούτε καν την πλέον εριστική μερίδα των haters. Κι ας παραμένουν παρόντα στους δίσκους του γκρουπ όλα εκείνα που προκάλεσαν τη μήνη τους εξαρχής.
Να, πάρτε για παράδειγμα το φετινό Feed The Machine: ένα άλμπουμ που δίνει με το εξώφυλλο και τον τίτλο του την αίσθηση ότι θα ακούσεις εντός κάτι που θα άπτεται, στοιχειωδώς έστω, της επικαιρότητας –πολιτικοκοινωνικής ή άλλης. Η συγκεκριμένη ελπίδα ουσιαστικά κατεδαφίζεται από την πρώτη κιόλας ακρόαση, καθώς ελάχιστα από τα τραγούδια επιχειρούν κάτι τέτοιο, ενώ όλα τα υπόλοιπα «ενοχλητικά» χαρακτηριστικά της συλλογικής δράσης των Nickelback δεν το έχουν κουνήσει ρούπι. Προς τι λοιπόν η αδιαφορία, κυρίες και κύριοι;
11 είναι τα κομμάτια που αποτυπώνονται στον δίσκο, με τη γνωστή, υπέρ το δέον επαγγελματική διάθεση, που έχει ως απώτερο σκοπό την όσο το δυνατόν μικρότερη «ενόχληση» του ακροατή. Η σκηνοθεσία που αποβλέπει πάντα στο εκτόπισμα στα ερτζιανά αποτελεί το κύριο ενδιαφέρον των Καναδών και δίνει στον ήχο τους εκείνο το γνωστό (μη) χαρακτηριστικό λουστράρισμα. Αν θέλει κανείς να προσέξει τις λεπτομέρειες, στο Feed The Machine η εν λόγω αποστολή φτάνει σε τέτοια βάθη, ώστε φέρνει τους Nickelback σε αδιέξοδο: η παραγωγή είναι τόσο καλά γυαλισμένη, που σε σημεία μοιάζει να εξαφανίζει εντελώς από το ακουστικό σου πεδίο το αντικείμενό της.
Πάντως ο Kroeger το παλεύει αρκετά. Ειδικά στην έναρξη, με το ομώνυμο του δίσκου κομμάτι, δίνει ένα hard/progressive δυναμιτάκι που εκπλήσσει θετικά –αν δύναται κανείς να βάλει στην άκρη τις προκαταλήψεις του. Το Feed The Machine πατάει όλα τα σωστά κουμπιά στην προσπάθειά του να δημιουργήσει εντυπώσεις κι έχει μερικά ακόμα τραγούδια ως συμμάχους του (όπως τη μελωδικότητα μπαλάντα "After The Rain"). Όμως, κακά τα ψέματα, το τιμόνι εξακολουθεί να κρατά ο ακατάσχετος φορμαλισμός των Nickelback, απαλλαγμένος, μάλιστα, από κάθε υποψία καλλιτεχνικής διάθεσης. Έτσι, η απουσία φαντασίας από κάθε σπίθαμή του δίσκου και η συνταγογραφημένη εξέλιξη των στιχουργικών και μελωδικών δρόμων, από ένα σημείο και μετά καταντούν λυπηρά προβλέψιμες και στο τέλος σε αφήνουν σε αφασία...
Το να είσαι γνησίως κακός είναι εξίσου σπάνιο ταλέντο με το να είσαι μεγαλοφυΐα, μα οι Nickelback δεν υπήρξαν ποτέ ούτε το ένα, ούτε το άλλο. Κι αν κάποτε κατάφεραν να προκαλέσουν θερμές συζητήσεις γύρω από το όνομά τους, αυτό οφείλεται περισσότερο στην εμπορική τους επιτυχία και όχι σε κάποια αληθινά ενδιαφέρουσα επιχειρηματολογία σχετικά με την καλλιτεχνική αξία των δίσκων τους. Με δουλειές σαν το Feed The Machine μοιάζουν, πάντως, να πηγαίνουν ολοταχώς προς εκείνο το μέρος όπου στοιβάζονται για να ξεχαστούν όλοι όσοι επέλεξαν (εν γνώσει ή εν αγνοία τους) να φτιάχνουν μουσική για ανθρώπους που δεν ενδιαφέρονται πραγματικά για αυτήν.
{youtube}qKgfcd6lqp4{/youtube}