Ο Steve Lehman είναι ένας Νεοϋορκέζος σαξοφωνίστας και συνθέτης της σύγχρονης, προοδευτικής και ολίγον ακαδημαϊκής τζαζ. Αρκετοί και αρκετές τον κατατάσσουν στα λαμπρότερα μυαλά της γενιάς του (εκείνης δηλαδή που σήμερα πλησιάζει τα 40), κυρίως λόγω της ιδιάζουσας σχέσης που έχει αναπτύξει με την αρμονία και τον ρυθμό· δίσκοι όπως τα Dialect Fluorescent και Functional Arrhythmias (2012 & 2013, αντιστοίχως) επιστρατεύονται συχνά ως πειστικά επιχειρήματα. Μέχρι σήμερα, ο Lehman έχει κυκλοφορήσει τουλάχιστον 7 προσωπικές δουλειές με διάφορους σχηματισμούς (τρίο, κουαρτέτο, οκτέτο κλπ.), ενώ έχει επίσης συμμετάσχει σε διάφορα πρότζεκτ με μουσικούς όπως ο Vijay Iyer, ο Tyshawn Sorey, ο Rudresh Mahanthappa, ο Pheeroan Aklaff, ο Mark Dresser και ο Nasheet Waits.
Όλα τα παραπάνω μας δίνουν βεβαίως ένα γενικό υπόβαθρο, αποκτούν όμως ιδιαίτερη σημασία για το Sélébéyone στον βαθμό που δείχνουν την τολμηρή απομάκρυνση του Lehman από τη σχετικά ασφαλή για εκείνον περιοχή της σύγχρονης τζαζ. Εδώ μπλέκεται με το χιπ χοπ, φιλοδοξώντας μάλιστα να γράψει έναν δίσκο ο οποίος θα είναι επί της ουσίας και τζαζ και χιπ χοπ ταυτοχρόνως –τη στιγμή που κάτι πολύ λιγότερο θα αρκούσε ώστε να λάβει τα εύσημα για την ανοιχτότητα των οριζόντων του.
Στήνει έτσι ένα νέο σχήμα, το οποίο συνδυάζει το τζαζ κουιντέτο (τον ίδιο στο άλτο σαξόφωνο, τον Maciek Lasserre στο σοπράνο, τον Carlos Homs σε πιάνο και συνθεσάιζερ, τον Drew Gress στο μπάσο και τον Damion Reid στα τύμπανα) με δύο ικανότατους MCs (τον HPrizm και τον Gaston Bandimic), όπως επίσης συνδυάζει την αγγλική γλώσσα μ’ εκείνη των Ουολόφ, μιας εθνοτικής ομάδας μοιρασμένης σήμερα σε Σενεγάλη, Γκάμπια και Μαυριτανία. Όπως άλλωστε μας πληροφορεί η Pi Recordings στην ιστοσελίδα της «στα ουολόφ, η λέξη sélébéyone αναφέρεται σε μια διασταύρωση· στο μεθοριακό εκείνο έδαφος όπου δύο δομημένες οντότητες συναντιούνται και μεταμορφώνονται σε κάτι άγνωστο ως τότε». Ή όπως το λέει πιο ξεκάθαρα ο Bandimic: «Lepp ibrid leu», όλα είναι ένα υβρίδιο.
Βέβαια, η κεντρική διασταύρωση από την οποία διέρχεται ο δίσκος –εκείνη που ενώνει την τζαζ με το χιπ χοπ– δεν αποτελεί ακριβώς terra incognita. Μέσα από τις αμέτρητες απόπειρες και προσεγγίσεις, αξίζει να αναφέρουμε τη θαυμάσια συνεργασία του βασικού σχήματος του HPrizm, των Anti-Pop Consortium, με τον πιανίστα Matthew Shipp το 2003, ενώ αν θέλουμε να βρούμε μία ιστορική αρχή στην όλη συζήτηση, θα φτάναμε ίσως στις αρχές των 1970s και στην «jazzoetry» των Last Poets. Προφανώς, το «κάτι άγνωστο ως τότε» είναι κάτι το σχετικό, ωστόσο η συνάντηση και η μεταμόρφωση ισχύουν και τα αποτελέσματά τους είναι σε ορισμένες περιπτώσεις εντυπωσιακά.
Όπως για παράδειγμα στο εναρκτήριο “Laamb”, ένα πραγματικό επίτευγμα υβριδικότητας, στο οποίο οι χιπ χοπ και τζαζ ταυτότητες δεν συνδέονται απλώς με σχέσεις εξωτερικότητας, αλλά συνυπάρχουν τόσο αυτονόητα, σαν να ήταν πάντοτε η μία κομμάτι της άλλης. Οι ομιχλώδεις ατμόσφαιρες της αρχής, το πιάνο του Holms (που πλέκει έναν περίτεχνο μελωδικό φόντο ο οποίος διατρέχει το κομμάτι), το μπάσο του Gress και τα (ηλεκτρονικά εδώ) τύμπανα του Reid φτιάχνουν έναν ρυθμικό κορμό σωματώδη μα και ευέλικτο ταυτόχρονα. Τα σαξόφωνα επίσης των Lehman & Lasserre προσφέρουν την ανοιχτότητα των τζαζ μεθόδων, ενώ τα ραπ των HPrizm & Bandimic με τους σκεπτόμενους, φλεγόμενους στίχους και τα διαφορετικής έντασης και δυναμικής flow (το πιο ράθυμο του HPrizm και το πιο νευρώδες του Bandimic), καθώς και η διαφορετικής οξύτητας εκφορά των δύο γλωσσών, βοηθούν ώστε να φτιαχτεί ένα κομμάτι που μοιάζει εθισμένο στις διασταυρώσεις κάθε είδους. Αναπτύσσοντας έτσι ένα αξιοθαύμαστο κριτήριο με το οποίο ενσωματώνει τις όποιες αναφορές χωρίς να τις αφομοιώνει, χωρίς δηλαδή να απαλείφει τη διαφορετικότητά τους.
Κάπως έτσι κινείται και το σύνολο του δίσκου, άλλοτε το ίδιο πετυχημένα με το “Laamb”, άλλοτε κάπως λιγότερο, χωρίς πάντως ποτέ να αστοχεί ή να γίνεται υπερφίαλο. Τα “Origine” και “Dualism” –τα οποία ξεκινούν κι αυτά με τον HPrizm να δίνει τις νοηματικές συντεταγμένες μέσα από ομιχλώδεις ατμόσφαιρες και αποήχους (προτού σκάσει ο Bandimic με το συνήθως σαρωτικό του flow και όλες οι υπόλοιπες επιμιξίες)– είναι ακόμα δύο εξαιρετικά δείγματα γραφής, ενώ και η αναζήτηση ενός λιγάκι πιο εξωστρεφούς γκρουβ (π.χ. στα “Are You Ιn Peace?” και “Cognition”) φθάνει σε αίσιο πέρας. Εξαιρετικό επίσης το σύντομο “Geminou”, καθώς δείχνει ξεκάθαρα τα οφέλη από την έκκεντρη ρυθμικότητα που δονεί ένα μεγάλο μέρος του συνόλου, ενώ το καταληκτήριο “Bamba” μπορεί αρχικά να μοιάζει κάπως υπερβολικό, εξελίσσεται όμως σ’ ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον παιχνίδι ελευθερίας.
Το Sélébéyone είναι ένας τολμηρός και εύστροφος δίσκος όσον αφορά τις στοχεύσεις του και τα μέσα που χρησιμοποιεί για να φθάσει εκεί. Κι ανεξάρτητα όμως από τις γενεαλογικές του αναφορές ή τις στυλιστικές του ιδιομορφίες, είναι δίσκος που νομίζω θα πωρώσει αρκετούς και αρκετές έτσι όπως καταφέρνει και διατηρεί τόσο το ευθύβολο ενός κοφτερού χιπ χοπ όσο και την εξερευνητική διάθεση μιας τζαζ που έχει από καιρό τώρα καταργήσει τελωνειακούς δασμούς και λοιπούς συνοριακούς περιορισμούς. Φεύγοντας από το «comfort zone» του, λοιπόν, o Steve Lehman καταφέρνει και φτιάχνει ένα κομψοτέχνημα, γνήσιο τέκνο της περίπλοκης (και σίγουρα υβριδικής) εποχής μας.
{youtube}YQg2R1guo-E{/youtube}