Νιώθω τύψεις που είμαι έτοιμος να χρησιμοποιήσω την έκφραση «singer/songwriter» πριν από το όνομα του Kevin Morby. Κάθε αδιάφορος performer με δύο-τρία άνοστα μα πιασάρικα τραγούδια κι έναν καλό μάνατζερ επικαλείται πλέον τον τίτλο, με όλο το νόημα και το ειδικό βάρος που υπήρχε κάποτε να έχει αφαιρεθεί. Συνθέτης όμως και ερμηνευτής των δημιουργικών σου σπλάχνων, σημαίνει να μπορείς να διοχετεύσεις την προσωπικότητα και την κοσμοθεωρία σου σε αυτά: να μπορείς να ξεχωρίσεις με τις ιδέες σου σε έναν ωκεανό από απλώς καλούς τραγουδοποιούς, να κουβαλάς τη δικιά σου διακριτή, ταυτότητα.
Και δεν λέω, μπορεί σήμερα οι αντανακλαστικές συγκρίσεις με όλα εκείνα τα ιερά τέρατα του αμερικάνικου πενταγράμμου να είναι αναπόφευκτες, αλλά την ίδια στιγμή οι μουσικοί μας καιροί προκρίνουν –μέσα στην έλλειψή τους– όλους εκείνους τους ειλικρινείς συναισθηματικά τροβαδούρους, που θα μετατρέψουν έναν περίπατο στο δάσος ή μία βόλτα στην παιδική τους γειτονιά σε μία διαχρονική μελωδία.
Ο 28χρονος Τεξανός, πρώην μπασίστας των Woods και κιθαρίστας των Babies, είναι ένας τέτοιος ευφυής τεχνίτης και με κάθε δίσκο του από το 2013 που έφυγε από το Μπρούκλιν για το L.A. σμιλεύει τον δικό του ξεχωριστό ήχο. Η κορύφωση έρχεται με το φετινό Singing Saw, ένα άλμπουμ που θα μπορούσε να παρεξηγηθεί ως αναβιωτικός φόρος τιμής σε αγαπημένους του καλλιτέχνες (όπως τον Bob Dylan, τον Leonard Cohen και τον Simon Joyner) αλλά εν τέλει δεν ακούγεται ποτέ ως τέτοιος, καθώς το αποτύπωμα του δημιουργού του είναι τόσο έντονο, ώστε χαράζει τον μελωδικό και στιχουργικό του κορμό.
Είναι μία συλλογή θεσπέσιων, αυτοβιογραφικών τραγουδιών με μυθοπλαστικές πινελιές, τα οποία μοιάζουν σαν να γεννήθηκαν από τα μελαγχολικά σφυρίγματα του Kevin Morby στις μοναχικές του βόλτες στο προάστιο Mt. Washington του Λος Άντζελες, όπου και κατοικεί. Στο ομότιτλο, ανατριχιαστικό κομμάτι, σχεδόν γεύεσαι την υγρασία των ευκαλύπτων ενός ζεστού, ανοιξιάτικου απογεύματος, ενώ είναι εκεί όπου ο πρωταγωνιστής μας παρατηρεί τις ανάγλυφες υποσχέσεις παντοτινής αγάπης στους γερασμένους κορμούς ιτιάς που κόβει με το «τραγουδιστό του πριόνι» για να μην πικραίνεται. Σε άλλα σημεία παρατηρεί γύπες στον ουρανό, ακούει τα ξεθωριασμένα γρυλίσματα των κογιότ, μυρίζει ευωδιαστούς κήπους και χαζεύει μεθυσμένος το αστρικό φως που μπερδεύεται με αυτό της πόλης.
Στο Singing Saw ο Kevin Morby θέτει τον εαυτό του σε μία φυσιολατρική εξορία. Όχι όμως για να βρει έμπνευση, όπως θέλει το κλισέ. Τέτοια διαθέτει μπόλικη και δεν φοβάται να το τραγουδήσει, ούτε και να αποκαλύψει τις πηγές του. Στη λουσμένη λ.χ. με λυκόφως μπαλάντα “Drunk And On A Star” ρωτάει γλυκόπικρα αν έχουμε ακούσει την κιθάρα του και τα παιδιά στο προαύλιο του σχολείου να τραγουδάνε («Have you heard my guitar singing?/ Have you heard the schoolyard singing?»). Στη νοσταλγική ευφορία του “Dororthy” θυμάται ένα από τα κομμάτια που άκουγε μικρός («Ι was thinking of a song I heard, when I was young»), ενώ στο "Singing Saw" σκέφτεται δυνατά και ομολογεί, σαν ένοχος, πως έχει συνεχώς μελωδίες στο κεφάλι του για νέα τραγούδια («I got a songbook In my head»).
Αντίθετα, αυτό που προσπαθεί να κερδίσει πίσω ο Morby, είναι η ψυχική του υγεία –για να μην οδηγηθεί στην παράνοια. Στην τρυφερή, παραποταμίσια μπαλάντα “Ferris Wheel” αναρωτιέται λοιπόν αν θα χάσει το μυαλό του («Will I lose my mind?») ενώ στη μάλλον πιο αδύναμη στιγμή του δίσκου “Black Flowers” αναγνωρίζει πως κάτι δεν πάει καλά με τη ροή των σκέψεων του («Oh no, there goes my head»). Έτσι, αντί να χαθεί κι εκείνος στην αστραφτερή έρημο των δολαρίων και της σόου μπιζ του L.A., αποφασίζει να πάρει τα βουνά –όπως αναφωνεί και στην εντυπωσιακή, ενορχηστρωτική ανηφόρα του “I Have Been To The Mountain”– για να παρατηρήσει τα πάντα από απόσταση: τα φώτα, τον θόρυβο, την επιτυχία, την ίδια του την ζωή.
Τελικά, για κάθε σκεπτόμενο περιπατητή που διψάει για απαντήσεις, έρχεται και η πνευματική λύτρωση. Στο μεταμοντέρνο βαλς “Water”, ο εύθραυστος crooner ακούγεται προδομένος, αλλά και συνειδητοποιημένος –γεμάτος νέες γνώσεις και κατακτημένη σοφία. Παρακαλάει για νερό ώστε να ξεδιψάσει από το ανέβασμα, όμως όλοι ξέρουμε ότι αναφέρεται σε αυτό της εσωτερικής κάθαρσης και της ψυχικής πυρόσβεσης («If you find water, please call my name/ put me out like a fire, cover me in rain»). Αν μπορείς να μελοποιήσεις το προσωπικό σου συναισθηματικό αδιέξοδο και να το αναγάγεις σε έναν οικουμενικό, διδακτικό μύθο, τότε είσαι ένας αληθινός singer/songwriter. Όπως το εννοούσαν κάποτε.
{youtube}pWDvlekoPkg{/youtube}