Οι δίσκοι της Enya διαθέτουν σταθερά «καύσιμα». Ανθίζουν (ή μαραίνονται) κατά τους μοναχικούς εκείνους περιπάτους σε δασώδεις, κατάφυτες πλαγιές, όταν δεν είσαι σίγουρος αν απλά ακούς το θρόισμα των φύλλων ή αν κάτι σου ψιθυρίζει στη γλώσσα κάποιου ξεχασμένου βασιλείου των ξωτικών. Εκφράζουν έτσι τις υπέρτατες ρομαντικές αξίες. Όχι δηλαδή όσα σαχλά, σιροπιαστά, ροζουλί έχουμε μάθει να κατηγοριοποιούμε κάτω από αυτή την ετικέτα, μα όσα μεγαλειωδώς εκφράζει εκείνη η ελαιογραφία του Caspar David Friedrich, Wanderer über dem Nebelmeer (Οδοιπόρος επάνω από τη Θάλασσα της Ομίχλης, 1818). Όπου αχνοχάνεται το σύνορο μεταξύ ανθρωπότητας και φύσης και δεν υπάρχει μόνο θαυμασμός, μα και δέος, όπως και μια άβολη αίσθηση κινδύνου, απέναντι στην οποία θαμπώνει ο ορθός λόγος.

Σε αυτό ακριβώς το «σύνορο» χτίζει τους δίσκους της η Enya και χάρη στη συγκεκριμένη επίκληση γλιτώνει το στίγμα του new age. Ακόμα δηλαδή κι αν η μουσική ρέπει ή/και κολυμπάει στη new age αισθητική, το ρομαντικό πρόταγμα θέτει ένα διαφορετικό πλαίσιο, που ακουμπάει στην ποπ με έναν εντελώς ξεχωριστό τρόπο. Καθήμενη έτσι στα όρια της αγγλοσαξονικής «λαϊκής» μουσικής, των κέλτικων «δημοτικών» παραδόσεων της Ιρλανδίας και της μελωδικής κληρονομιάς του Καθολικισμού, η Enya μπόρεσε να υπάρξει στη δισκογραφία ως μια φιγούρα που δύσκολα μπορείς να τη συγκρίνεις με κάτι άλλο, κάνοντας μάλιστα κι έναν αθόρυβο περίπατο στο παγκόσμιο mainstream: δεν τη λαμβάνουμε ποτέ υπόψιν όταν μιλάμε για mega stars, όμως μετράει πωλήσεις πολύ μεγαλύτερες από Άγγλους ή Αμερικανούς καλλιτέχνες με το όνομα των οποίων είμαστε πιο εξοικειωμένοι, στέκοντας σταθερά ως η πιο επιτυχημένη σόλο τραγουδίστρια της Ιρλανδίας κατά τον 20ό αιώνα. Χώρια την υποψηφιότητα για Όσκαρ Καλύτερου Τραγουδιού που τσίμπησε το 2002 με το "May It Be".

Το Dark Sky Island έχει άμεση σχέση με όλα τα παραπάνω, πρωτίστως γιατί είναι ένας δίσκος ο οποίος χτίζει πάνω στα κεκτημένα, άρα και θυμίζει διαρκώς, με διάφορους τρόπους, ποια είναι η Enya και τι κάνει. Δεν έχει κάτι καινούργιο να πει, ούτε και φιλοξενεί εκπλήξεις, την προτάσσει όμως ως δημιουργικά ολοκληρωμένη και καλλιτεχνικά μοναδική προσωπικότητα, σε μια «εναλλακτική» δισκογραφία κουρασμένη από καλούς και μέτριους αναβιωτές, από φωτοτυπίες περασμένων μεγαλείων και από νέες, υγιείς δυνάμεις που σίγουρα θέλουν, μα συχνά δεν μπορούν να χτίσουν ό,τι η Enya διαθέτει στο τσεπάκι: οντότητα. Ανοίγει λοιπόν εδώ το στόμα της πάνω από τους γνώριμα ελλειπτικούς και ατμοσφαιρικούς ήχους που συχνά διέπουν τις δουλειές της, ακούς ξανά αυτή τη φωνή που διατηρεί έναν απόκοσμο χαρακτήρα –που η άτιμη υπηρετεί συνολικά, αρνούμενη να εμφανιστεί ζωντανά και πολύ σπάνια δίνοντας συνεντεύξεις– και το κόλπο απλά συμβαίνει ξανά. Έτσι φυσικά και αβίαστα. 

Δεν ξέρω λοιπόν αν μένουν και πολλά παραπάνω να πεις για το Dark Sky Island, αν και πρέπει να τονιστεί ότι η Enya έλαβε υπόψιν της την κόπωση που φανέρωσαν οι δίσκοι μετά το The Memory Of Trees (1995). Στα 7 χρόνια στα οποία έλειψε, δεν φαίνεται βέβαια να ασχολήθηκε με το πώς θα επινοήσει ξανά τον προσωπικό της τροχό, πάντως ανέκτησε τη φρεσκάδα και την πειθώ της και έτσι στέκει τώρα εδώ πάνω από τη φόρμα και όχι εγκλωβισμένη μέσα σ' αυτήν, όπως λ.χ. συνέβη στο Amarantine του 2005 ή στο And Winter Came... του 2008. Η υποδοχή βέβαια του νέου άλμπουμ (Ιρλανδία #7, Βρετανία #4, Η.Π.Α. #8) δείχνει πως το κοινό την είχε πεθυμήσει, εκείνη όμως σε καμία περίπτωση δεν εκμεταλλεύεται αυτό το συναίσθημα.

Χάρη έτσι στις λαμπερές μελωδίες και στην ξένοιαστη «αλληλούια» πνευματικότητα του "Echoes In Rain", στο ενδοσκοπικό "The Humming", στην ονειρική πεπατημένη του ομώνυμου του άλμπουμ του κομματιού, στην εκλεπτυσμένη νοσταλγία του "So I Could Find My Way" και σε μερικές ακόμα στιγμές, το Dark Sky Island κερδίζει με την αξία του χώρο στο σήμερα, έστω κι αν –εκεί στο βάθος– δεν πραγματοποιεί παρά μια επιτυχημένη ανακύκλωση όσων έχτισαν κάποτε τους σπουδαίους δίσκους της δημιουργού: το Enya του 1987, το Watermark του 1988 και το Shepherd Moons του 1991. Τα χρόνια κοινώς πέρασαν, μα μερικά πράγματα δεν χάθηκαν ούτε και ξεχάστηκαν, έστω κι αν μερικές φορές η νέα αυτή δουλειά σκουντουφλάει στην ίδια της τη συνταγή ("Sancta Maria") και χάνει ανά διαστήματα την αμέριστη προσοχή σου ("Solace"). Η τέχνη της 54χρονης (πια) Eithne Ní Bhraonáin διαθέτει ακόμα φλόγα, μαζί και θαλπωρή.

{youtube}OWFc5mkABNo{/youtube}

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured