Το 9ο στη σειρά άλμπουμ των πολυθρύλητων Μανκουνιανών, ή αλλιώς η μόλις 3η ολοκληρωμένη δισκογραφική κατάθεση υπό το brand της «Νέας Τάξης» την τελευταία 20ετία, αρκεί per se να δώσει τροφή σε όσους βάζουν «πώς» και «γιατί» έμπροσθεν των ακουσμάτων τους, ακόμα και στην εποχή της μηρυκαστικής, digital κατανάλωσης.
Ορισμένοι θα βρουν θαυμάσια αφορμή να εφορμήσουν στο back catalogue, να σταχυολογήσουν υφολογικές επιρροές, να τραβήξουν παράλληλες γραμμές με singles που διαμόρφωσαν το προσχέδιο του ηχητικού υφαντού, βροντοφωνάζοντας επιφωνήματα απορίας ή/και επαίνου. Κάποιοι, ίσως πιο επιφυλακτικοί, θα υπογραμμίσουν τόσο την απουσία των καταλυτικών ραμφισμάτων του Peter Hook –ο οποίος επέλεξε την γλισχρή οδό της νοσταλγίας και της σύγκρουσης– όσο και την ανακύκλωση (με υποψία κακού γούστου) των επιλογών του Sumner, είτε αυτό ακούει στο side-project Bad Lieutenant, είτε σε εκ του περισσού κυκλοφορίες όπως το Lost Sirens.
Περαιτέρω καταγραφές των επιτευγμάτων και της ιστορικής διαδρομής θα συνιστούσαν κατάφωρη αυτοαναφορικότητα, με απώτερο σκοπό να εξωραΐσουν χλιαρές καταθέσεις σε ενεστώτα χρόνο, αναβαπτίζοντας τις στην αχλή του χθες: Hacienda, acid house, το δεύτερο(!) θέρος της «αγάπης», αγάπη μην ξεχάσεις το Roland TB-303 και λίγο Lucozade μαζί με MDMA και τα συναφή. Αχρείαστο διάβημα για μια δισκογραφική επιστροφή που ελάχιστοι επιθυμούσαν και ακόμα λιγότεροι ανέμεναν. Παραμερίζοντας την ελαφρώς παράδοξη επιλογή του “Restless” (κάτι σαν ευθύβολο λοξοκοίταγμα προς τα αρκετά φιλεράκια του Republic) ως ιδιοτροπία βετεράνων, το Music Complete βρίθει από φρέσκια μουσική, στα μέτρα της μελωδικής τους παντιέρας, με μια αλληλουχία που καταλήγει στην επανεμφάνιση του πραγματικού New Order γονιδιώματος.
Αν ήρθε λοιπόν η ώρα να ανασύρουμε τα εικονίσματα, 26 χρόνια πριν οι New Order –με την κρίσιμη τεχνική υποστήριξη του Alan Meyerson– αποκάλυψαν τη μοναδική δυνατότητα της ηλεκτρονικής pop να δονεί μυαλό και σώμα, θυμικό και μέλη. Κατά τον Tony Wilson: «το Technique είναι το Blood On The Tracks του Bernard», τα τρακτερωτά, τεχνοκρατικά χνάρια του οποίου ακολουθήθηκαν σχεδόν κατά πόδας. Τις Joy Division μπασογραμμές και τους νευρωτικούς balearic βόμβους του “Singularity” διαδέχεται το αμβλύ techno πλατάγισμα του “Plastic”. Τα ακατάληπτα γρυλίσματα του Iggy Pop(!) στο "Stray Dog" (ένα μάλλον ιδανικό obscure b-side) έπονται της υπέροχης διασταύρωσης Sylvester και italo-disco στο "Tutti-Frutti", με την Elly Jackson να αρτύζει με έξτρα γλύκα την απαθή εκφορά του Sumner. Σε άλλα νέα, οι δύο Tom αναδεικνύονται σε καταλύτες: ο Rowlands χτυπάει τις σωστές δόσεις αδρεναλίνης στα μπράτσα των “Singularity” & “Unlearn Τhis Hatred”, ενώ ο Chapman (μπασίστας των Bad Lieutenant) αναπαριστά με αποτελεσματικό τρόπο το κενό του Hooky στη rhythm section.
Ακόμα και τα αδύναμα ενσταντανέ του Music Complete, όπως το “Academic” (λέγε με και generic) ή το αδιάφορο “The Game”, λειτουργούν περισσότερο ως υπόμνηση χλιαρών και ανέμπνευστων στιγμών των τελευταίων άλμπουμ, εκεί που New Order «διασκεύαζαν» τους εαυτούς ημών, παρά σαν καταστροφείς του ευφορικού momentum «ντισκομπάλα & post-punk» που διατρέχει το άλμπουμ. Αν δε η επαναλαμβανόμενη φράση «now that it’s over» του “Superheated” αποδειχθεί μέρος από το επιμύθιο της απαράμιλλης μουσικής τους διαδρομής, τότε ας είναι· στο Music Complete οι New Order γίνονται οι πιο άκοποι αισθητές της δικής τους φόρμας, απηχώντας το δικό τους παρελθόν με σφοδρότητα και συνέπεια. Η χορευτική έκφραση της οίκοθεν απόγνωσης, στα μέτρα του δικού σας πάρτυ.
{youtube}ieqGJgqiXFk{/youtube}