Για να επανεκκινηθεί ο μύθος του κορύβαντα της χαοτικής, μετα-πυρηνικής και μηδενιστικής ερήμου σε ένα πλαίσιο διαφορετικό από αυτό στο οποίο γεννήθηκε, χρειαζόταν κάτι καινούριο και ως προς τον ηχητικό θόλο. Μιλάμε πια, άλλωστε, για ένα franchise που πάει πολύ παραπέρα ακόμα και από τις αμερικάνικες απόπειρες Mad Max 2 (1981) & Mad Max 3: Beyond Thunderdome (1985). Κι επίσης, αν και η αυθεντική μουσική ήταν θαυμάσια, ο θάνατος του Brian May –του Αυστραλού συνθέτη, καμία σχέση με τον κιθαρίστα των Queen– αφαιρούσε την όποια περίπτωση να ακούσουμε ξανά τους ωραίους, αναλογικά κατασκευασμένους (από συνθετητές) sci-fi παιάνες που είχε συγγράψει.
Η επιλογή του Junkie XL, όπως είναι γνωστός ο Tom Holkenborg, δεν ήταν ούτε τυχαία, ούτε και αποτέλεσμα των καλών του γνωριμιών. Τα τελευταία 7 χρόνια ο Ολλανδός έχει ανεβάσει τις μετοχές του στον χώρο της κινηματογραφικής μουσικής, σε μια γενικότερη προσπάθεια αναβάθμισης της καλλιτεχνικής του περσόνας πέρα από τη στάμπα του remixer/DJ που έγινε διάσημος από το υπερεπιτυχημένο remix στο "Little Less Conversation" του Elvis Presley. Και αν ακούγοντας το soundtrack του Mad Max: Fury Road το μυαλό σας πάει στον Hans Zimmer και στη δουλειά του για τα τρία Batman, είναι γιατί στο score για το The Dark Knight Rises ο Holkenborg είχε χώσει ένα remix, που μπορεί τελικώς να μην ακούστηκε στην ταινία, συμπεριλήφθηκε όμως σε μια extra έκδοση του soundtrack. Στο δε (άνευρο) Spider Man του 2014, πήρε κανονικότατο credit συνθέτη δίπλα στον Zimmer.
Και όντως, είναι μεγάλη επιτυχία του Holkenborg να βάζει τη σφραγίδα του σε ένα από τα πλέον αναμενόμενα φιλμικά γεγονότα του 2015. Το μπάτζετ του, όπως αποδεικνύει η χρήση 99μελούς ορχήστρας εγχόρδων και πνευστών, πρέπει να ήταν ικανοποιητικό και αρκούντως μεγάλο, εκείνος δε κατάφερε να εισάγει επιτυχώς την ορχήστρα στα ενδιάμεσα της οργιώδους μουσικής που συνέθεσε και ηχογράφησε ο ίδιος, μέσω programming.
Δεν διεκδικούν ωστόσο δάφνες πρωτοτυπίας οι ορχηστρικές του ιδέες, αν και –προς τιμήν του– πατάνε περισσότερο στην ευρωπαϊκή διάσταση της χρήσης ορχήστρας στον κινηματογράφο και όχι στην αμερικάνικη σχολή, η οποία θέλει τα κενά ανάμεσα στις φράσεις να στέκουν σε ίδια δυναμική με τους ήχους. Είναι βέβαια αλήθεια ότι ο ήχος της ορχήστρας βγαίνει τελικά υπερσυμπιεσμένος και δεν ακούγονται, για παράδειγμα, τα δύο φαγκότο στην πλήρη έκτασή τους. Από την άλλη, έχει ενδιαφέρον ότι χρησιμοποιήθηκε μόνο ένα κλαρινέτο, σημάδι ότι ο Holkenborg δεν ήθελε να προσδώσει λυρικότητα, μα μόνο δραματικότητα, στοιχείο που εκφράστηκε από τα (κυριολεκτικά) δεκάδες βιολιά.
Ο Ολλανδός, ας σημειωθεί, παίζει εδώ φυσικά τύμπανα (και άλλα κρουστά), ηλεκτρική κιθάρα και μπάσο, ενώ στις προαναφερθείσες programming στιγμές καταφέρνει να συντρέξει με τον φρενήρη ρυθμό που είδαμε να συγκροτεί στο ντεκουπάζ και μοντάζ του φιλμ ο George Miller. Έχει μάλιστα ενδιαφέρον η πληροφορία ότι, ενώ χρειάστηκαν στην εγγραφή και επιπλέον ηλεκτρικές κιθάρες –κάτι που ανέλαβε ο Nick Zinner των Yeah Yeah Yeahs– σε κανένα σημείο δεν χρησιμοποιήθηκε ο πολυοργανίστας και πολυβραβευμένος iOTA (μην ψάχνετε ορθογραφικό λάθος, έτσι αναγράφεται ο μυστήριος τούτος performer, ημι-Μαορί στην καταγωγή και πολύ γνωστός στην Αυστραλία για τη γενικότερη καλλιτεχνική του περσόνα), ο οποίος στην ταινία ενσάρκωσε τον Doof Warrior: τον εντυπωσιακό δηλαδή μετα-πυρηνικό και βιολογικά υβριδικό κιθαρίστα με το φλογοβόλο που γλύφει με το πύρινο σίελό του τις μεμβράνες των σχεδόν αυτοκινούμενων, δυσθεώρητων ηχείων του.
Το πρόσημο είναι λοιπόν θετικό για τη δουλειά αυτή του Junkie XL, ο οποίος ναι μεν δεν τόλμησε, σαφώς όμως κατέθεσε ένα έργο που χρειάστηκε πολύ διάβασμα στην προεργασία και (σχεδόν) αρτηριοσκληρωτική τελειομανία στην εκτέλεση.
{youtube}MaL6NxTvWRM{/youtube}