Όταν στα δελτία τύπου εμφανίζονται φράσεις τύπου «to celebrate», η συνταξιοδότηση προσπερνάει τη δημιουργία και σκάει μύτη από τη γωνία, πριν από αυτήν.
Κατανοητό βέβαια ότι ο David Coverdale δεν έχει πια και πολλά πράγματα να κυνηγήσει και απλά συντηρεί τον μύθο –και τον προσωπικό του και των Whitesnake. Δικαιώμά του, επίσης, να βγάζει όσα live άλμπουμ θέλει. Κατανοητό γίνεται ακόμα και το ότι τον ενδιαφέρουν πιο πολύ οι αμπελώνες του και η σοδειά τους, από το αν «δαγκώνει» ή όχι η τελευταία έκδοση της μπάντας του. Αυτό που δεν βρίσκω καθόλου κατανοητό, είναι για ποιον λόγο κυκλοφόρησε δίσκο με τραγούδια των Deep Purple κάτω από το όνομα των Whitesnake (άσχετα αν κάποια τα έχει πρωτοπεί ο ίδιος μαζί τους).
Η πορεία και η λογική των Snakes ήταν εξαρχής διαφορετική από εκείνη των Purple, σε πάρα πολλά σημεία. Ακόμα λοιπόν κι αν αντιτείνετε στο σημείο αυτό την (αυτονόητη) απάντηση «για τα λεφτά», θα σας καλέσω να αναρωτηθείτε το εξής: μα ποιος θα πάει να πάρει έναν δίσκο των Whitesnake εν έτει 2015, στον οποίον παίζουν τραγούδια των Deep Purple των Mark III και IV; Πέρα από τους Γιαπωνέζους, δηλαδή, σε πόσους άλλους απευθύνεται σήμερα κάτι τέτοιο;
Πάντως όχι σε όσους hard rock οπαδούς έχουν σώας τας φρένας. Διότι μπορεί στο Purple Album να έγιναν κάποιες αλλαγές στις ενορχηστρώσεις και να ακούμε έτσι κάτι κλασικές κιθάρες στην αρχή (ή μάλλον ακουστικές, για να είμαστε ακριβείς), μπορεί να λέμε «μπράβο» στην επιλογή να διασκευαστεί και το "You Keep On Moving" –ένα από τα ωραιότερα και πιο υποτιμημένα τραγούδια των Purple– αλλά το πράγμα σκοντάφτει σε δεκάδες σημεία, από εκεί και πέρα. Κατ' αρχήν, αυτό το εξώφυλλο ποιος το έφτιαξε; Ο περιπτεράς της γωνίας με Photoshop στην ταμπλέτα του;
Κι αυτό είναι βέβαια το λιγότερο. Γιατί ναι μεν δεν μπορείς να αμφισβητήσεις τις παικτικές ικανότητες του κουαρτέτου που πλαισιώνει εδώ τον Coverdale (Reb Beach & Joel Hoekstra στις κιθάρες, Michael Devin στο μπάσο, Tommy Aldridge στα ντραμς), προφανώς όμως δεν ήταν αρκετές για να τους αποτρέψουν από την καταστροφή τραγουδιών με μεγάλο ειδικό –και ιστορικό– βάρος. Ακούστε ας πούμε τα πλήκτρα με τα οποία επενδύει το "Burn" ο Derek Hilland: όχι μόνο δεν διαθέτουν τίποτα το αέρινο, όπως εκείνα του Jon Lord στην αυθεντική εκτέλεση, αλλά βλέπουν και τα χωρικά τους ύδατα να περιορίζονται, χάριν του σόλο της ηλεκτρικής. Το δε "Stormbringer" ανατινάχτηκε τελείως με αυτήν την «πάρε metal» αμερικάνικη εισαγωγή. Φαντάζει περιττό να πω ότι σαφώς και προτιμούμε το παλιό μπάσιμο.
Όσοι τώρα ψελλίσουν περί κάποιας υποτιθέμενης κακής μου σχέσης με τη μπάντα, για να ισχυριστούν ότι προάγομαι έτσι αυτομάτως σε σαρκαστικό σχολιαστή των Whitesnake πονημάτων της συνταξιοδοτικής περιόδου, παρακαλώ ρωτήστε τη συντακτική ομάδα του Avopolis –όπως και τον υιό μου– για τη σχέση ζωής που έχω με τα Φίδια, ήδη από την εφηβεία μου.
Υ.Γ.: Καθώς περάτωνα τη συγκεκριμένη κριτική, έπεσε στην αντίληψή μου ότι ήταν η σύζυγος Coverdale, η Cindy, η οποία επέμεινε να κυκλοφορήσει το Purple Album, παρότι είχαν ναυαγήσει τα σχέδια σύμπραξης του άντρα της με τον Ritchie Blackmore. Πυρ, γυνή και θάλασσα...
{youtube}z69sxDq3Ybc{/youtube}