Οι πιανίστες που φιγουράρουν στο εξώφυλλο του Playing Lecuona όχι μόνο τυχαίοι δεν είναι, αλλά αντιπροσωπεύουν και τρεις διαφορετικές (χρονικά και στιλιστικά) γενιές στην κουβανέζικη παράδοση του πιάνου, όπως αυτή έχει εγχυθεί μέσα στην τζαζ. Πρωτοστατούντος ασφαλώς του πολύ μεγάλου Chucho Valdés: όταν τον ανακάλυψα το 2002, έμεινα έκθαμβος από τον πλούτο των επιλογών που έχει ο ιδιαίτερος αυτός εκτελεστής πάνω στο κλαβιέ.
Εδώ βέβαια, όπως και οι Gonzalo Rubalcaba και Michel Camilo, ο Valdés εξυπηρετεί τις ανάγκες του πολύ συγκεκριμένου project, το οποίο αποτίνει τον δικό του φόρο τιμής στον συνθέτη Ernesto Lecuona (1895-1963). O τελευταίος έχει τόσο ευρύ δημιουργικό φάσμα (συμφωνιέτες, τραγούδια, χορευτικοί ρυθμοί), ώστε σε έναν και μόνο δίσκο δεν γίνεται ούτε κατά διάνοια να καλυφθεί έστω και μία πτέρυγα της προσφοράς του στην παγκόσμια μουσική.
Τα σχήματα που μετέχουν στο Playing Lecuona έχουν έναν κάθε φορά από τους προαναφερθέντες πιανίστες ως σολίστα σε κάθε track, σε κανένα δηλαδή σημείο δεν συναντούμε κάποιο δίδυμο. Γεγονός που αφενός δεν επιτρέπεται απ' τις ενορχηστρώσεις, αφετέρου δεν μας δίνει τη δυνατότητα να ακούσουμε μαζί δύο διαφορετικά στυλ: διότι μπορεί ο Camilo να προέρχεται από τη Δομινικανή Δημοκρατία, αλλά έχει σαφώς επηρεαστεί από την Κούβα, με αποτέλεσμα να επικρατεί ομοιομορφία. Μην περιμένετε επίσης αξιολόγηση στην οργανοπαιξία, είτε των πρωταγωνιστών, είτε των σχημάτων που τους πλαισιώνουν. Οι περίφημες ανάσες του Valdés ανάμεσα στα χτυπήματά του (καθόλου τυχαία, ο δίσκος ξεκινά με το σχεδόν σοπενικό στην εισαγωγή του "Danza Se Los Nanigos"), η πυκνή και σχολαστική –ένεκα κλασικής παιδείας– απόδοση του Rubalcaba και το γεμάτο πλειόμορφες άρσεις και αλλεγκρέτο παίξιμο του Camilo δομούν ένα απολαυστικότατο άλμπουμ.
Και ναι μεν οι ίδιες οι μουσικές του Lecuona έχουν ήδη φτιάξει το πεδίο δράσης των τριών πιανιστών, αλλά η συμπλοκή τους με θαυμάσιους μουσικούς (όπως λ.χ. ο εκπληκτικός κιθαρίστας Raimundo Amador ή η γεμάτη πάθος Esperanza Fernandez στη φωνή) θα σας προσφέρουν μοναδικές στιγμές ηχητικής απόλαυσης. Χωρίς καμία αμφιβολία, πρόκειται για έναν από τους ωραιότερους δίσκους που άκουσα το τελευταίο εξάμηνο: μια δουλειά υψηλής μουσικής απόλαυσης, μόνο μείον της οποίας είναι η εκάστοτε αναγραφή των εταιρειών που χορηγούν τους παίκτες στο βασικό σκέλος του συνοδευτικού ενθέτου. Είναι άκομψο, γιατί έχουμε συνηθίσει τη διακριτική αναγραφή ανάλογων brand names στις πίσω σελίδες, στα credits.
{youtube}ZJNTKL3jgUk{/youtube}