Τα κάνει αυτά τα περίεργα η μουσική ζύμωση των τελευταίων 20-25 χρόνων. Τουτέστιν, συγκροτήματα από τις δύο πλευρές του Ατλαντικού να σε μπερδεύουν αναφορικά με τον τόπο επιρροών τους. Και ναι μεν οι Thee Oh Sees έχουν πλεύσει σε διάφορα λιμάνια, ποιώντας εξαγωγές και εισαγωγές πολλών και διαφορετικών ηχητικών cargo, αλλά στο νέο τους άλμπουμ γίνεται σαφές πως τα αμπάρια τους είναι φορτωμένα με βρετανική πραμάτεια.
Και μιλάω για καλό, βρετανικό πράγμα της πενταετίας 1964/1969. Μη σας ξεγελά το fuzz και η αχαλίνωτη χρήση του μέσα στην ενορχήστρωση –αυτό αποτελεί χαρακτηριστικό του καλιφορνέζικου γκρουπ, η παραμόρφωση δεν είναι δηλαδή μόνο χρηστικό εργαλείο του ήχου, αλλά και της ίδιας της σύνθεσης. Και εκείνη την εποχή άλλωστε, αν ανατρέξετε, τα ίδια έκαναν, βάζοντας μεγάλες κεφαλές να παίζουν σε μικρά ηχεία: τα αποτελέσματα ήταν συνήθως εξοντωτικά για τα καλομαθημένα σε rhythm & blues, κοντοκουρεμένα αγοράκια.
Πάρε λοιπόν fuzz να έχεις για κουλουράκι το απόγευμα με το tea. Πάρε να έχεις και Who και Small Faces –ειδικότερα οι δεύτεροι κάνουν πάρτι επανασύνδεσης εδώ, σαν να ακούω τον Steve Marriott να μιλάει για τους ravers του Λονδίνου το 1967. Σπάστε επίσης ότι δεν σας γουστάρει, είμαστε εδώ για να περάσουμε καλά. Παράλληλα όμως έχουμε και ευαισθησίες, τσεκάρετε το "Poor Queen" και τους στίχους του για του λόγου το αληθές. Αλλά μην ξεχάσετε σε καμία περίπτωση ότι είμαστε rockers. Και σας πιστοποιώ κι εγώ, αγαπητοί αναγνώστες, ότι ελάχιστους δίσκους θα ακούσετε φέτος πιο rock από το Mutilator Defeated At Last (τι τίτλος!). Και να ξέρετε ότι η νεόκοπη rhythm section της μπάντας (η οποία και μπήκε όπως διαβάζω για τις ανάγκες της περιοδείας του προηγούμενου δίσκου) έχει ενσωματωθεί μια χαρά στα τεκταινόμενα.
Ακολουθώντας μια κυκλώπεια λογική στο μπάσο, ο Tim Hellman (τι όνομα!) είναι αυτός που εισαγάγει τον ακροατή στον δίσκο, θυμίζοντας ακόμα βαρύτερη παραίσθηση από εκείνη που συνήθως προκρίνουν οι Αμερικανοί. Κάτι σε γαλλικό Magma δηλαδή, μαζί με Electric Prunes. Γιατί πρέπει να είμαστε δίκαιοι και να θέσουμε και τους Prunes στο πάνθεον των ηρώων των Thee Oh Sees, όπως το τελευταίο προβάλλει στο συγκεκριμένο άλμπουμ: η παράξενη –για την εποχή της– παραγωγή τους, στην οποία εναλλάσσονταν στην πρωτοκαθεδρία της μίξης οι κιθάρες με τη rhythm section και τα σόλα της εξάχορδης έσκαγαν στις εκρήξεις χωρίς λειασμένες τις γέφυρες και τους προσαγωγούς, βρίσκουν άριστη εφαρμογή εδώ. Τα δε φωνητικά του δαιμόνιου (και επί σκηνής, όπως διαπιστώσαμε στο πρόσφατο Plisskën) John Dwyer –με τη βοήθεια του επαναπατρισθέντος ειδικά για τις ανάγκες του Mutilator Defeated At Last, Brigid Dawson– δίνουν όχι μόνο τον καλύτερο εαυτό τους, αλλά σε βάζουν και στο κλίμα των στίχων, μα και στη γενικότερη φιλοσοφία της μπάντας επί ήχου. Αντιλαμβάνεσαι δε πλήρως τι τραγουδάνε, ένεκα θαυμάσιας και καθαρής άρθρωσης.
Κάπου εδώ τα συγχαρητήρια πάνε βέβαια και στον βετεράνο (πια) Chris Woodhouse, ο οποίος έκανε την παραγωγή. Και κάπου εδώ παρατάτε κι εσείς να διαβάζετε και ορμάτε από καναπέδες, εφαλτήρια (αν κάνετε γυμναστήριο και διαβάζετε στην ταμπλέτα) και καθίσματα λεωφορείου προς την κοντινότερη του δάχτυλου σας ηλεκτρονική πλατφόρμα, για να ακούσετε τον δίσκο. Τώρα ρε!
{youtube}FpakQW8-_zA{/youtube}