Και να που ένας τζαζ δίσκος συζητιέται φέτος έξω από τις λόγιες μουσικές στήλες των εφημερίδων, έξω από τα μεγάλα, εξειδικευμένα στο είδος, sites. Λέτε να καταλήξει και στις λίστες «της χρονιάς» στα τέλη του '15; Καθόλου απίθανο, ειδικά μετά το 8.6 που του κότσαρε το Pitchfork

Όμως ο ντόρος που γίνεται γύρω από το The Epic είναι υπερβολικός.  

Πρώτα-πρώτα, υπάρχει ένας αέρας φαιδρότητας γύρω από τον ενθουσιασμό του Pitchfork (συνεκδοχικά και των indie kids που το έχουν σαν Ευαγγέλιο): το μέσο που δεν βρήκε μισή λέξη να πει για τον κορυφαίο τζαζ δίσκο των τελευταίων χρόνων –το Ten Freedom Summers του Wadada Leo Smith (2012)– έρχεται τώρα να μας μιλήσει για «τζαζ επανάσταση»... Αλήθεια, θα εμπιστευόσασταν το Metal Hammer αν ερχόταν να σας κάνει σεμινάρια για τη σημαντική ηλεκτρονική μουσική της εποχής μας;  

Όχι ότι δεν είναι αξιόλογο το νέο άλμπουμ του Kamashi Washington. Κάθε άλλο. Μπορεί να απαιτεί (περίπου) 3 ώρες από τη ζωή σου για να το ακούσεις, όμως τα 172 λεπτά διάρκειας περισσότερο τρομάζουν σαν αριθμός, παρά αντιστοιχούν στην ακροαστική πραγματικότητα. Ναι, ασφαλώς και σε θέλει απίκο: δεν είναι κυκλοφορία για ασανσέρ, αεροδρόμια και για την ώρα που πλένεις τα πιάτα. Έχει εντούτοις αξιοθαύμαστη ροή, ώστε οι λεπτοδείκτες κυλάνε χωρίς να το πολυπαίρνεις χαμπάρι. Έστω κι αν σε μια δουλειά τόσο ογκώδη δεν γίνεται να μην εντοπιστούν και περιστασιακές κοιλιές· είναι μια παρατήρηση σχεδόν αυτονόητη. 

Η τζαζ του Washington διαθέτει... soul· έχει ρυθμό, σε προτρέπει σε κίνηση. Δεν μπορείς να σταθείς απέναντί της μόνο εγκεφαλικά. Το The Epic χτίζεται με τραγανή βιρτουοζιτέ, με άγριο, επιθετικό στυλ παιξίματος στο (τενόρο) σαξόφωνο –σκληρίζει όταν το τσιτώνεις– με νότες περιφερόμενες σαν μεθυσμένες Βαλκυρίες (μόλις που συγκρατούνται στα πλαίσια των μελωδικών φράσεων), με πιάνα, τρομπόνια και τρομπέτες να συνοδεύουν με τα δικά τους κρεσέντο. Συνολικά, παράγεται μια γοργόφτερη γκρούβα μέσα στην οποία ζει όλος σχεδόν ο δίσκος, ακόμα και όταν στο παιχνίδι του μπαίνουν και φωνητικά. Τα highlights δεν είναι λίγα, κοινή δε συνισταμένη όλων είναι συνήθως τα φρενήρη σολαρίσματα του 32χρονου Αμερικανού.

Ενώ όμως ο Kamashi είναι πράγματι υπέροχος σαξοφωνίστας και ένας έξυπνος ενορχηστρωτής, είναι την ίδια στιγμή τόσο τυφλωμένος από τον John Coltrane (πρωτίστως) και τον Ornette Coleman (δευτερευόντως), ώστε τελικά δεν διαθέτει πρόταση. Για να το θέσω με ποπ/ροκ όρους, έχουμε εδώ ένα καλοστημένο revival: με εκείνο μεν το απαραίτητο «τσικ» να κρατά τον δημιουργό σε ασφαλή απόσταση από την έννοια του καλλιτέχνη-φωτοτυπία, μα με ελάχιστα από την πνοή όσων μεγάλων τον ενέπνευσαν. Μπορεί λοιπόν να αποφεύγει τη στείρα μίμηση, αλλά οι μελωδίες του φέρουν σφραγίδα δανεική: πρόκειται βασικά για την Coltrane παρακαταθήκη, μετασχηματισμένη σε φόρμα, η οποία αναπαράγεται με κέφι, μα πουθενά δεν τουμπάρεται λίγο, δεν τσιγκλιέται. Κανείς δεν ζητάει ασφαλώς την εφεύρεση του τζαζ τροχού. Περιμένεις όμως, διάολε, μια κάποια λοξή ματιά και σίγουρα λιγότερη «ορθοδοξία» σε 172 ολάκερα λεπτά... 

Κι έτσι, αντί για μια τζαζ με ευρύτερο καλλιτεχνικό όραμα, συνυφασμένη με το επίκαιρο στάτους μιας κοινότητας που εξακολουθεί να έχει σοβαρά θέματα ένταξης στο οικοδόμημα των Ηνωμένων Πολιτειών, όπως λ.χ. παρουσιάζεται στο έργο του Wadada –εδώ υπάρχει μόνο μια σκέτη, εύκολη αναφορά στον Malcolm X ("Malcolm's Theme" στο τρίτο CD)– μένεις με μια τζαζ συχνά απολαυστική, μα μονίμως στοιχειωμένη από τα φαντάσματα των Coltrane & Coleman. 

Εντάξει, ίσως πείτε, αλλά ο Kamashi (δείχνει να) περνάει στα ευρύτερα ακροατήρια. Δεν είναι αυτό σημαντικό; Δεν σημαίνει πως υπάρχει στη μουσική του κάποιο «συστατικό» ξεχωριστό; Η απάντηση σε μια τέτοια ερώτηση δίνεται μόνο με μία ακόμη ερώτηση: πόση τζαζ ακούς και πόσο την κατέχεις; Γιατί το όραμα μιας τζαζ προσφιλούς στους «περισσότερους», είναι εν πολλοίς ευχολόγιο στηριγμένο σε μια σημαντική παρανόηση

Ας μην ξεχνάμε με τόση ευκολία πως η τζαζ διατέλεσε ισχυρό mainstream επί δεκαετίες και μάλιστα στη μεγαλύτερη καλλιτεχνική βιομηχανία του πλανήτη (Η.Π.Α.), μέχρι που η άνοδος της ποπ/ροκ κουλτούρας τραυμάτισε ανεπανόρθωτα την εξοικείωση των πλατύτερων μαζών με την οργανική έκφραση: γενιά τη γενιά, κατόπιν, η κυριαρχία της τραγουδιστικής φόρμας έκανε όλο και πιο δύσκολη την επικοινωνία με μια μουσική δίχως λόγια

Δεν πάει επομένως κάτι λάθος με την ίδια την τζαζ και έγινε απροσπέλαστη. Δεν περιμένει κανέναν Σωτήρα Kamashi, δεν χρήζει κάποιας Ανάστασης. Πολύ απλά, δεν θα γίνει ποτέ ξανά μουσική για «περισσότερους», εάν δεν ανατραπεί η κυριαρχία του τραγουδιού. Κατά τα λοιπά, παραμένει ένα σύμπαν πολύ δημιουργικό και οι καλοί δίσκοι που βγαίνουν κάθε χρόνο είναι πραγματικά πολλοί. Αν δεν τους βλέπετε, είναι γιατί ασχολείστε μόνο με τον ποπ/ροκ τύπο –αν πάντως διαβάζετε συστηματικά το παρόν site, έχετε σίγουρα διαφορετική αντίληψη: εκείνη λ.χ. που έβαλε στα καλύτερα διεθνή άλμπουμ του 2014 δουλειές σαν το Mutations του Vijay Iyer, σαν το Jacana των Sten Sandell & Paal Nilssen-Love ή σαν το On Leaves Of Grass του John Zorn (περισσότερα εδώ). Δίσκους δηλαδή που δεν άκουσε καν το Pitchfork ή τα λοιπά indie sites, εκείνα που συνήθως βγάζουν τις «λίστες της χρονιάς». Όσοι επομένως φαντάζονται την τζαζ ως ασθμαίνουσα λαίδη κάπου στα περιθώρια, να καβαλάει τον όποιον Kamashi και να σαλπίζει προς τα εναλλακτικά ακροατήρια των '10s, κάτι έχουν καταλάβει εντελώς λάθος.   

Θα σύστηνα κλείνοντας να απολαύσετε το The Epic για ό,τι πραγματικά είναι –ένας δηλαδή από τους πιο διασκεδαστικούς δίσκους της φετινής συγκομιδής, πέρα από είδη– αδιαφορώντας για τις τυμπανοκρουσίες. Όσο πιο δυνατές ηχούν, τόσο πιο ξεκάθαρο γίνεται πως τυμπανιστές είναι άνθρωποι στους οποίους λείπουν ακόμα πολλά χιλιόμετρα αληθινής εξοικείωσης με τον τζαζ ωκεανό.

{youtube}NtQRBzSN9Vw{/youtube} 

 

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured