Ας ξεκινήσουμε με μια πολύ βασική παραδοχή: η Courtney Barnett είναι μια τρομερά ενδιαφέρουσα και ιδιαίτερη περσόνα. Αν κάποιος δεν κάτσει απλώς, αλλά κάτσει, διαβάσει κάποια από τις δεκάδες συνεντεύξεις της και σκεφτεί για τις πολυσύνθετες και γεμάτες ουσία ιδέες της, θα συνειδητοποιήσει πως δεν έχουμε να κάνουμε με ένα ακόμη κοριτσάκι που ξεκίνησε να γρατζουνάει την κιθάρα της στο δωμάτιό της, κάτω από την αφίσα του Kurt Cobain, και τυχαία παράγει μελωδίες. Αλλά με μια εκπληκτικά συγκροτημένη προσωπικότητα, με πνευματικές ανησυχίες και γνωστικό βάθος στη μουσική.
Η 27χρονη Αυστραλίδα από τη Μελβούρνη όντως σκέφτεται πάρα πολύ –και μάλλον περισσότερο από ότι θα έπρεπε. Ήδη ας πούμε στον τίτλο αυτού του πρώτου της άλμπουμ κρύβεται και μια βασική του θεματική: η προσπάθειά της να πείσει εαυτόν πως δεν είναι πάντα καλό να φιλοσοφείς και να υπεραναλύεις τα πάντα, φτάνοντας σε εσωτερικά τέλματα και αδιέξοδα. Το θετικό της ιστορίας είναι πως ο δίσκος βιώνεται σαν μια προσπάθεια ψυχικής εκτόνωσης, αφού η Barnett αδειάζει τους χυμούς των ιδεών της σε grunge riffs και εικονοπλαστικές ιστορίες καθημερινής παράνοιας με συγκινητική ειλικρίνεια, προκειμένου να απαλλαχθεί από το βάρος των σκέψεών της με τον πιο καθαρτικό τρόπο. Υπό μια τέτοια έννοια, το Sometimes I Sit And Think, And Sometimes I Just Sit φλερτάρει ευγενικά και επιδέξια με την έννοια του concept album, χωρίς να την πνίγει ή να την καταχράται.
Απ’ το εναρκτήριο κιόλας κομμάτι, με τον απόλυτα αντιπροσωπευτικό τίτλο “Elevator Operator”, η Barnett φιλοσοφεί πάνω στον μεγαλύτερό της φόβο: την αδράνεια, την προσωπική παράλυση. Μέσα από μία ηχητική φόρμα που εμβολιάζει τον ακροατή με γερές δόσεις σεροτονίνης, αφηγείται το πόσο εύκολα η ζωή μπορεί να μας καταπιεί όταν αφηνόμαστε, λέγοντας –αυτοσαρκαζόμενη, βέβαια– ότι η τέλεια δουλειά θα ήταν εκείνη του χειριστή ασανσέρ. Από αυτοσαρκασμό, άλλωστε, η αναζωογονητικά πνευματώδης Αυστραλή διαθέτει άφθονο, όπως δείχνει και το πρώτο single του άλμπουμ, το “Pedestrian At Best”. Ένας grunge δυναμίτης που σε υποχρεώνει να δεχτείς όλο το αρνητικό αυτοαναφορικό παραλήρημά της («I'm a fake, I'm a phony, I'm awake, I'm alone, I'm homely, I'm a Scorpio»), κουνώντας σχεδόν συνωμοτικά το κεφάλι στον εθιστικό του ρυθμό.
Στο “Small Poppies”, μέσω ενός απολαυστικά βαριεστημένου μπλουζ μοτίβου, περνάμε αβίαστα από ανούσιες σκέψεις –όπως το κλάδεμα των θάμνων στον κήπο– σε βαθιά φιλοσοφικά κουίζ για την προσπάθειά της Barnett να καταλάβει ποια πραγματικά είναι· μέσω λεκτικών γεφυρών υψηλού στιχουργικού IQ, φτάνει κατόπιν σε μια κιθαριστική έκρηξη, δίνοντας έτσι μια εναλλακτική απάντηση στο ξεκρέμαστο (ακόμη) ερώτημα. Αλλά η πιο συναισθηματική κατάθεση κρύβεται στο μελαγχολικό “Depreston”, όπου επισκέπτεται σπίτια στο Preston (εξ ου και το De-preston) προκειμένου να συγκατοικήσει μαζί με την κοπέλα της –την επίσης μουσικό από τη Μελβούρνη Jen Cloher– καταλήγοντας όμως αβοήθητη απέναντι στις αμέτρητες νοσταλγικές σκέψεις που πυροδοτούνται από τις λεπτομέρειες των παιδικών δωματίων που βλέπει. Το ίδιο συμβαίνει και κάπου ανάμεσα στις slide κιθάρες του “Dead Fox”, το οποίο εκπέμπει μια ανακουφιστικά ζωτική ενέργεια, αναγνωρίζοντας (μέσα από ασύνδετες σκέψεις) πως η ευτυχία βρίσκεται στα πιο μικρά και θεωρητικά ασήμαντα πράγματα. Όπως π.χ. στο αν θα επιλέξει βιολογικά λαχανικά από το μανάβικο.
Η πιο σπουδαία όμως στιγμή του άλμπουμ, τόσο μουσικά όσο και στιχουργικά, εντοπίζεται στο ηχητικό και συναισθηματικό χτίσιμο του “Kim’s Caravan”, που λειτουργεί ως ιδανικός θεματικός επίλογος στον σκοπό που υπηρετεί το σύνολο: μετά από το ψυχικό της άνοιγμα στον ακροατή, η Barnett τον προσκαλεί να δώσει ο ίδιος την ερμηνεία που επιθυμεί στους στίχους της, ακόμη και αν δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα (Don’t ask me what I really mean/ I am just a reflection/ Of what you really wanna see / So take what you want from me). Εξ άλλου αυτό είναι και το νόημα της μουσικής σύνθεσης, η προσαρμογή όλων εκείνων των βιωμάτων σε προσωπικές μας εμπειρίες και καταστάσεις· διαφορετικά η πολυπόθητη ταύτιση δεν θα επιτευχθεί ποτέ.
Αν υπάρχει κάτι που μένει σαν πιο έντονο ψυχικό αποτύπωμα μετά την ακρόαση του δίσκου, είναι μια αίσθηση της διάχυτης και ασυγκράτητης φρεσκάδας. Αν επιχειρούσαμε π.χ. να ορίσουμε το βιολογικό της ισοδύναμο, θα ήταν μια αναπνοή τόσο βαθιά, ώστε θα μπορούσε να σπάσει τα πνευμόνια με τα grunge riffs οξυγόνου που διαθέτει. Η 1990s αισθητική και η grunge επένδυση λειτουργεί επίσης ως ιδανικός καλλιτεχνικός καταλύτης, πλήρως εναρμονισμένος με τα φιλοσοφικά μοτίβα της τραγουδοποιού. Κι έτσι την αναδεικνύει ως μια σύγχρονη, cool και προσιτή διανοούμενη, που όχι μόνο καταφέρνει και αποδομεί τις σύνθετες σκέψεις με τις οποίες ταυτίζεται, μα συγκινείται και φθείρεται ψυχικά μαζί με ένα μεγάλο μέρος των ατόμων της γενιάς της.
Γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο, το Sometimes I Sit And Think, And Sometimes I Just Sit ξεπερνάει τον μονοδιάστατο χαρακτηρισμό του «πολύ καλού κιθαριστικού άλμπουμ» και, με την κατάλληλη σύνδεση όλων των κομματιών του φιλοσοφικού παζλ που θέτει, γίνεται ικανό να αναδειχθεί ως ένα επίκαιρο έργο τέλειας συμπύκνωσης των συναισθηματικών κενών που αφήνει ο μοντέρνος τρόπος ζωής.
{youtube}o-nr1nNC3ds{/youtube}