Χώνομαι βιαστικά σε ένα ταξί, έχω αργήσει ρε γαμώτο. Ο ταξιτζής νεαρός, θέλει κουβέντα. Με τι ασχολείσαι φίλε, έλα ρε, κι εγώ γουστάρω μουσική, ροκ κυρίως. «Ναι, ναι, εντάξει», σκέφτομαι, «ροκ»· ξεφυλλίζω πρόχειρα το Uncut (ένας Θεός ξέρει γιατί το πήρα πάλι), χάνομαι λίγο στη συνέντευξη της Sharon Van Etten. Ο ταξιτζής συνεχίζει, προσπαθεί να με πείσει για τα ροκ παράσημά του μιλώντας μου για τους Placebo και τους Archive. Προσπαθώ κι εγώ, να μην ανοίξω το στόμα μου. 
 
Φανάρι. «Και από καινούργια, Hozier. Γαμάτος;»
 
Hozier;!;! 
 
Hozier, λοιπόν. O 24χρονος Ιρλανδός από τη (νεο)κέλτικη χορωδία των Anúna, που μας αποκάλυψε φέτος τις blues-rock-με-ολίγον-alternative ανησυχίες του, εκτοξευόμενος στο #1 της πατρίδας του, στο #5 της Βρετανίας, στο #2 των Η.Π.Α. και όχι μόνο: να, στην Ελλάδα ας πούμε, το μοσχοπουλημένο ντεμπούτο του κυκλοφορεί με τις ευλογίες και την υποστήριξη του Pepper.   
 
«My lover's got humour», έτσι ξεκινάει η μεγάλη του επιτυχία "Take Me To Church"· και σε κάνει πράγματι να στήσεις αυτί, λίγο με τον παλαιάς ροκ κοπής ηρωισμό του, λίγο με το κάτι που συμβαίνει στους στίχους, έτσι όπως μπουρδουκλώνονται τα καρδιοχτύπια του ήρωα με τα εκκλησιαστικά. Πραγματικά νόστιμο σουξεδάκι. 
 
Αλλά και παρακάτω συμβαίνουν πράγματα. Όχι να τρελαίνεσαι ίσως, ωστόσο ο Hozier και βάσεις φαίνεται να διαθέτει, μα και μουσική να ακούει. Δείχνει λ.χ. να έχει πάρει τις «μαύρες» αναφορές από τον Van Morrison (ίσως αντανακλώμενες μέσω των Black Keys;) και το βιωματικό φίλτρο από τον Jeff Buckley, ταυτόχρονα όμως υπάρχει και κάτι από την indie αισθητική της αγγλοσαξονικής υπαίθρου, όπως τη σκιαγράφησε σε πρόσφατα χρόνια ο Bon Iver. Συχνά-πυκνά, επίσης, στέκεσαι σε μερικούς καλοφτιαγμένους στίχους, ενώ αξίζει να σημειωθούν κι  εκείνα τα ανθυπογκόσπελ στο «υπέδαφος» του "Angel Of Small Death & The Codeine Scene", που το κάνουν ένα πιο ενδιαφέρον υποψήφιο single απ' ότι ίσως δείχνει σε πρώτη ματιά. Στα συν κι ένα κλείσιμο του ματιού στην ιρλανδική παράδοση ντουέτο με κάποια Karen Cowley ("In A Week"), αλλά κι ένα ζωντανά ηχογραφημένο "Cherry Wine" στο φινάλε, με τον Hozier να το τραγουδάει μόνος, με την κιθάρα του και τη φλόγα του έρωτά του, έχοντας ως φόντο τα ωδικά πουλάκια της αυγής.  
 
Τίποτα όμως από αυτά δεν είναι ένα δεύτερο "Take Me To Church": το μεγάλο σουξέ του δίσκου βαραίνει έτσι επικίνδυνα κόντρα στο υπόλοιπο υλικό, δημιουργώντας μια ανισομέρεια πολύ γνώριμη δυστυχώς κι από άλλα άλμπουμ πρωτοεμφανιζόμενων, που κάνουν μια τεράστια επιτυχία από το πουθενά. Και δεν είναι απλά θέμα εντυπώσεων η ανισομέρεια αυτή. Καθώς κυλάνε τα 53 λεπτά της διάρκειας, ο δίσκος δείχνει να παχαίνει ολοένα και πιο αισθητά σε μετριότητα και δεν είναι καθόλου δύσκολο να βρεις ορισμένους πασιφανείς φταίχτες, π.χ. την επικράτηση μελωδικών αναπτύξεων αφόρητα κλισέ στις περιπτώσεις των "From Eden", "Jackie And Wilson" και "Sedated". 
 
Στην τελική βέβαια αποτίμηση, ο Andrew Hozier-Byrne δεν αποτυγχάνει σε αυτό του το ντεμπούτο. Ματώνει τα γόνατά του, πέφτει και θύμα 3-4 σκληρών μαρκαρισμάτων, αλλά τι να κάνουμε, η αλάνα στην οποία διάλεξε να αγωνιστεί είναι απαιτητική. Το "Take Me To Church" θα παιχτεί πάντως μέχρι εξοντώσεως στο ράδιο, κάτι που του εξασφαλίζει χρόνο για ένα καλύτερο δεύτερο βήμα στη δισκογραφία. Για να δούμε...
 

{youtube}MYSVMgRr6pw{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured