Τούτο εδώ το γαλαζοαίματο ντουέτο από το Μπράιτον έχει σαρώσει κατά Βρετανία πλευρά, και δικαίως: οι ζωντανές εμφανίσεις των Mike Kerr & Ben Thatcher έσπειραν τον πανικό φέτος το καλοκαίρι σε Reading και Glanstonbury (μεταξύ άλλων), αφού πρώτα πήραν το επίσημο βάπτισμα του πυρός μπροστά σε μεγάλα ακροατήρια νωρίτερα μέσα στη χρονιά, ανοίγοντας τους Arctic Monkeys. Και παρότι δεν υπήρξαν οι νικητές του φετινού Mercury, πέτυχαν με το ομώνυμο ντεμπούτο τους να κερδίσουν τόσο το εμπορικό σκέλος της υπόθεσης, όσο και το καλλιτεχνικό.
Με τις πωλήσεις λοιπόν και τις κριτικές να τους αβαντάρουν, οι Royal Blood αποτελούν το νέο καμάρι της Γηραιάς Αλβιώνας στο ποπ/ροκ πεδίο, παρεισφρέοντας μάλιστα ακόμα και σε παραδοσιακά aμερικάνικα heavy rock λημέρια –και δη του stoner ιδιώματος! Βλέπετε, δεν υπάρχει ίχνος κιθάρας στα 33 όλα κι όλα λεπτά διάρκειας του δίσκου. Μόνο το μπάσο του Kerr, συνδεδεμένο με μια πλειάδα από διαφορετικούς ενισχυτές και πετάλια να οδηγεί τα «βαρέων βαρών» ριφάκια του σε πορεία σύγκρουσης με τα κοπανιστά κρουστά του Thatcher. Καταλήγοντας σε ένα έντονα σέξι και βρώμικο groove, που θα συναντούσε κανείς στους πρώιμους δίσκους των Queens Of The Stone Age.
Και σε γραπώνει ήδη από τα πρώτα του δευτερόλεπτα το Royal Blood. Με τα γοργά και κοφτερά περάσματά του, τα μεγάλα ρεφραίν και την οξύμωρη, αιχμηρή διάθεσή του, είναι δίσκος που μπορεί να στοιχειώσει το στερεοφωνικό για μέρες, αν όχι βδομάδες. Σύντομα στην πλειονότητά τους, τα 10 τραγούδια του δεν κάνουν εκπτώσεις: αποτελούν ισάξια δείγματα της τραγουδοποιίας του ντουέτο, πατώντας στη συνταγή της επιτυχίας του παλιού καλού alternative rock που τόσο λείπει από τις μέρες μας, χωρίς οτιδήποτε το περίσσιο να παρεμποδίζει την απρόσκοπτη ροή, από αρχής μέχρι τέλους.
Γιατί τότε «μόνο» 7 στα 10, μπορεί να αναρωτηθείτε... Είναι λοιπόν γεγονός πως λείπει η αίσθηση έστω μιας πιο περιπετειώδους διάθεσης από μέρους των Royal Blood. Οι οποίοι δεν ρισκάρουν συνθετικά και παραμένουν εμφατικά εντός της ζώνης ασφαλείας του ευρύτερου ροκ πεδίου του χθες και του σήμερα, αποτυγχάνοντας έτσι ν' αφήσουν το στίγμα τους με τρόπο αδιαφιλονίκητο. Δεν βοηθάει βέβαια και η διαρκής υπενθύμιση των επιρροών τους –το όλο αποτέλεσμα μοιάζει σε στιγμές να προέρχεται από ένα εκτενές τζαμάρισμα μεταξύ Josh Homme, Matthew Bellamy & Jack White, ενώ ας μη λησμονούμε πως 3 από τα τραγούδια έχουν ήδη εκδοθεί νωρίτερα σε τετραμελές EP (σχεδόν το 1/3 του άλμπουμ δηλαδή).
Αλλά, παρά τις παραπάνω επισημάνσεις, ο πρώτος αυτός δίσκος των Royal Blood αποτελεί ένα σφιχτοδεμένο σύνολο απολαυστικών alt-rock εκτελέσεων, οι οποίες ακροβατούν με άνεση μεταξύ ενός πιο επιθετικού ήχου κι ενός πιο μαζικού: απόδειξη η σχετικά αναπάντεχη προώθηση της μπάντας από το MTV, χωρίς κάτι τέτοιο να ξενίζει ιδιαιτέρως. Ίσως το καλύτερο καθαρόαιμο ροκ άλμπουμ της χρονιάς λοιπόν και σίγουρα το καλύτερο πρωτοεμφανιζόμενο σχήμα (τουλάχιστον για τα μέτρα και τα σταθμά του υπογράφοντος). Για το κάτι παραπάνω, όμως, θα πρέπει να περιμένουμε το επόμενο βήμα τους.
{youtube}-_3mNCaJgNM{/youtube}