Επιστροφή στα δισκογραφικά πράγματα για τους Kasabian, 3 χρόνια μετά το επιτυχημένο (εμπορικά και καλλιτεχνικά) Velociraptor. Αλλά ο γενικός τίτλος αυτής της επιστροφής δύσκολα θα μπορούσε να είναι πιο ανέμπνευστος –υποδηλώνει απλώς τη συνολική διάρκεια του δίσκου– το ίδιο ισχύει και για το εξώφυλλο, ενώ τα πράγματα γίνονται ακόμα χειρότερα αν συνυπολογίσει κανείς πως το lead single φέρει τον βαθυστόχαστο τίτλο... “Eez-eh”. Ο δίσκος πάντως δεν ακολουθεί ακριβώς την ανουσιογραφία των τίτλων ή έστω καταφέρνει να μην πνίγεται ολοκληρωτικά μέσα της· δίχως κάτι τέτοιο να σημαίνει απαραιτήτως ότι καταφέρνει και να επιπλεύσει.
Δεν αστοχούν ακριβώς οι Kasabian με το 48:13, τουλάχιστον όχι καθολικά. Φτιάχνουν όμως ένα άλμπουμ βουτηγμένο σε ευκολίες και κλισέ· δείχνουν να αποφεύγουν τις πολλές διακυμάνσεις χάριν μιας υποτιθέμενης αμεσότητας, μόνο που τις περισσότερες φορές καταλήγουν με έναν ήχο τόσο στρογγυλεμένο, ώστε τελικά δεν γίνεται μόνο ακίνδυνος, μα καταντάει πλαδαρός ή/και βαρετός. Ωστόσο –για να είμαστε δίκαιοι– έχουν εδώ και καιρό βρει μια δική τους τομή μεταξύ δημοφιλών βρετανικών ακουσμάτων της τελευταίας 30ετίας (από τους Happy Mondays στους Stone Roses κι από εκεί στο τύπου Fatboy Slim big beat), τις νομοτέλειες της οποίας ακολουθούν πιστά. Και όχι αδίκως, εδώ που τα λέμε: αυτή η τομή και δυνατό γκελ μπορεί να κάνει και ορισμένα ουσιωδώς εξωστρεφή κομμάτια μπορεί να δώσει.
Και το συγκρότημα από το Leicester γράφει κι εδώ μερικά καλά τραγούδια, οχυρωμένο κατά βάση πίσω από τις γκρουβαριστές μελωδίες του Sergio Pizzorno και τη γνησίως βρετανική τραγουδιστική φλέβα του Tom Meighan –τα “Stevie” και “Glass” είναι δύο τέτοια χαρακτηριστικά παραδείγματα. Στα θετικά προσθέστε και κάποια απ’ τα ηλεκτρονικά, τα οποία περιστασιακά δίνουν στο 48:13 έναν ζωηρό παλμό. Στον αντίποδα, οι ενστάσεις που μπορεί να εγείρει κανείς, υπερτερούν.
Οι Kasabian είναι δηλαδή προβλέψιμοι σχεδόν σε κάθε βήμα του δίσκου, ενώ σε πολλά τραγούδια δίνεται η αίσθηση ότι εισαγωγές, κουπλέ και γέφυρες υπάρχουν μόνο για να φτάσει η εκάστοτε σύνθεση σ' ένα ανθεμικό ρεφραίν. Γεγονός που φαντάζομαι ότι μπορεί να λειτουργεί στα λάιβ, στη δισκογραφία όμως τα πράγματα είναι κομματάκι διαφορετικά. Αφήστε που η παραγωγή –την επιμελείται ο ίδιος ο Pizzorno– τοποθετεί τα πάντα τόσο μπροστά και τόσο δυνατά, ώστε δημιουργείται μια σχεδόν εκκωφαντική (και γι' αυτό ολίγον εκνευριστική) ευθεία. Η οποία διαμοιράζει τις διακυμάνσεις ουσιαστικά με μανιχαϊστικούς όρους μεταξύ των ήρεμων σημείων και των δυνατών, αγνοώντας δηλαδή τα άπειρα ενδιάμεσα στάδια.
Μολονότι λοιπόν έχει τις στιγμές του, ως σύνολο το 48:13 δεν καταφέρνει τελικά να ξεπεράσει τη μετριότητα. Θα φέρει βέβαια τις βόλτες του μεταξύ όσων ήδη γουστάρουν τους Kasabian, αμφιβάλλω όμως ότι μπορεί να φέρει καινούργιους οπαδούς. Πόσο μάλλον να ιντριγκάρει όσους δεν αρέσκονται σ’ αυτήν την κάπως οπαδική ανάγνωση των μουσικών πραγμάτων.
{youtube}ST6nEvIEY4s{/youtube}