31 του περασμένου Οκτώβρη, ανήμερα του Halloween, ο Yann Tiersen διοργάνωνε στο Παρίσι μια ενδιαφέρουσα βραδιά. Την τιμητική της είχε η θρυλική σειρά βουβών ταινιών Fantômas του Louis Feuillade –την αφορμή είχε δώσει η συμπλήρωση ενός αιώνα από τη δημιουργία τους· προβλήθηκαν λοιπόν και οι πέντε συνέχειες, πλαισιωμένες από τη ζωντανή εκτέλεση ενός (διαφορετικού σε κάθε μία) πρωτότυπου σάουντρακ. Ο ίδιος ο Tiersen συνέθεσε για το τρίτο μέρος (Le Mort Qui Tue), ενώ προσκάλεσε τους Tim Hecker για το πρώτο (A L’ Οmbre De La Guillotine), Amiina για το δεύτερο (Juve Contre Fantômas), Loney Dear για το τέταρτο (Fantômas Contre Fantômas) και James Blackshaw για το πέμπτο και τελευταίο (Le Faux Magistrat).
 
Για τον Blackshaw φαντάζομαι πως το όλο θέμα παρουσιάστηκε ως μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να εντρυφήσει σε πεδία που ψηλαφούσε καιρό· να διευρύνει, δηλαδή, προς το κλασικότροπο τα εκφραστικά του εργαλεία. Εισέρχεται λοιπόν σ’ ένα πεδίο αρκετά συγκεχυμένο ως προς τα χαρακτηριστικά του, αλλά (περιέργως) σχετικά σαφές ως προς την υφολογία του: αυτό της λεγόμενης κινηματογραφικής μουσικής. Βασικό προαπαιτούμενο για το οποίο φαντάζει ο λυρισμός του μουσικού λόγου, στοιχείο ούτως ή άλλως εμφανές στη φρασεολογία του Blackshaw. 
 
Θέτονται βεβαίως μπόλικα ζητήματα προς επίλυση, ιδίως από τη στιγμή που εμπλέκονται αρκετά όργανα πέρα από την κιθάρα του Blackshaw (πιάνο, έγχορδα, πνευστά, κρουστά και ηλεκτρονικά). Η κιθαριστική ευφυΐα του εννοείται πως βοηθάει ή και οδηγεί τα πράγματα, δεν μπορεί όμως από μόνη της να είναι αρκετή· τα ζητούμενα εδώ, εκ των πραγμάτων, είναι περισσότερα –ίσως και πιο σύνθετα– χρειάζεται επομένως μια πιο σφαιρική αντιμετώπιση, μία πιο συνδυαστική σκέψη. 
 
Το αποτέλεσμα δικαιώνει πάντως τον Blackshaw για τις περισσότερες από τις επιλογές του. Για τον χώρο που δίνει στο πιάνο του (ασκείται σε αυτό και σε άλλους δίσκους, εδώ όμως του δίνει σχεδόν ισάξια προσοχή με την κιθάρα), για τις ξεκάθαρες ισορροπίες της ενορχήστρωσης, αλλά και για την επιλογή των συνεργατών: Simon Scott (των Slowdive) στα τύμπανα και στα ηλεκτρονικά, Duane Pitre σε ηλεκτρική κιθάρα, μπάσο & συνθεσάιζερ, και Charlotte Glasson στο βιολί, στο άλτο σαξόφωνο, στο φλάουτο και στο βιμπράφωνο –ειδικά για αυτήν. 
 
Δικαιώνεται ο Blackshaw ακόμα και για την απλότητα της γενικής φόρμας, η οποία μπορεί σε ορισμένες περιπτώσεις να υποβαθμίζεται σε απλοϊκότητα, κυριότερα όμως εντείνει τη συναισθηματική αμεσότητα που σε γενικές γραμμές διακρίνει τον δίσκο. Αρκετά πειστικός είναι επίσης και ο ρομαντισμός ο οποίος εκπέμπεται· γίνεται μάλιστα εξαιρετικά διαυγής ιδίως (αλλά όχι μόνο) όταν αφήνεται σε αργές, βαθιές ανάσες. Λ.χ. στο τρίτο μέρος του σάουντρακ, που μπορεί συνολικά να γίνει αντιληπτό ως μια μακρά, 13μερής σουίτα (είναι άλλωστε τιτλοφορημένο υπό τη μορφή Part 1, Part 2 κ.ο.κ.). 
 
Είναι γενικά μια όμορφη δουλειά αυτή του James Blackshaw, αν και γενικώς μοιάζει περισσότερο να δείχνει προς κατευθύνσεις που μπορεί να πάρει η πορεία του Άγγλου συνθέτη, παρά να αντανακλά συμπεράσματα. 
 

{youtube}_EbNDlPg_9Q{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured